Α. ΟΙ ΔΟΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο ρόλος που διαδραματίζει και οι λειτουργικές διαφοροποιήσεις που διαμορφώνει η σημερινή, ιστορικού χαρακτήρα, κρίση θα πρέπει να προσεγγισθούν και να κατανοηθούν μέσα από τα θεμελιώδη, τα βασικά, “πυρηνικά” στοιχεία των ριζικών αλλαγών τις οποίες επιφέρει το σύγχρονο “παγκοσμιοποιημένο” οικονομικό-κοινωνικό σύστημα.
-Το πρώτο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σύγχρονης κρίσης αφορά στη διάλυση των σταθερών θεσμικών-κανονιστικών πλαισίων αναφοράς τα οποία διασφάλιζαν την οργανική συνοχή και την ομαλή αναπαραγωγή των δυτικών κοινωνιών κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ου αιώνα. Τα κοινωνικά συμβόλαια, οι κοινωνικοί και εργασιακοί θεσμοί, οι τύποι δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά) που αποτέλεσαν τις απαράγραπτες αρχές των σύγχρονων Συνταγμάτων υπονομεύονται, αποδυναμώνονται και καταργούνται[1]. Η ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους, το οποίο είχε αναλάβει ένα τμήμα των παραγωγικών – οικονομικών δραστηριοτήτων της συνολικής αναπαραγωγής, αφορίζεται και απονομιμοποιείται. Το νεοφιλελεύθερο πρότυπο του απηνούς ανταγωνισμού της Αγοράς και οι αυταρχικές-περιοριστικές πολιτικές διαμορφώνουν μία νέα ιστορική μορφή Κυριαρχίας, διεκδικώντας το “αλάθητο” μιας νέας “ορθολογικότητας”.
-Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό αφορά στη ρήξη και διακοπή της ιστορικής, οργανικής συνέχειας μεταξύ παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος που συμπυκνώθηκε και συμβολοποιήθηκε με το πρόταγμα της “προόδου” στο Παράδειγμα του Διαφωτισμού.
Η ρήξη αυτή-απόρροια της μετα-νεωτερικής αντίληψης- αίρει, ακυρώνει, τη δυνατότητα μιας αναστοχαστικής διαδικασίας η οποία μέσω της κριτικής ανακατασκευής του παρελθόντος μας παρέχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε το παρόν και ταυτόχρονα να σχεδιάσουμε, να προοικοδομήσουμε – μέσω της οργανικής αυτής συνέχειας – το μέλλον.
Αυτή η συνεκτική ορθολογική αλυσίδα έχει διαρραγεί. Το παρελθόν αφορίζεται, απαξιώνεται, αποτιμάται ως ένα συμπίλημα λανθασμένων επιλογών και ερμηνειών. Το παρόν καθίσταται μετέωρο, μια οιονεί καθημερινότητα που τελεί υπό το καθεστώς μιας εγγενούς διακινδύνευσης. Το δε μέλλον αποβαίνει αβέβαιο, εκλαμβάνεται ως το πιθανό αποτέλεσμα τυχαίων συμβάντων και ενδεχόμενων εξελίξεων του παρόντος.
-Το τρίτο – και σημαντικότερο ίσως – στοιχείο είναι η αδυναμία ερμηνείας και κατανόησης των δομικών και μορφικών χαρακτηριστικών της κρίσης. Η μετα-νεωτερική αντίληψη αποδέχεται την τελεολογικού τύπου ερμηνεία ότι ο “σύγχρονος κόσμος” αποτελεί ιστορικό “προϊόν” μιας “αυθόρμητης τάξης”[2] μιας αναπόφευκτης εξέλιξης, η οποία δεν επιδέχεται αξιολογικού χαρακτήρα κρίσεις και εκτιμήσεις και ανακατασκευές.
Τόσο τα κλασικά διαφωτιστικά πρότυπα (G. Hegel, I. Kant, K. Marx) όσο και νεώτερα οικονομικο-κοινωνικά και φιλοσοφικά ερμηνευτικά ρεύματα αντιμετώπιζαν την ιστορική πραγματικότητα ως ορθολογικώς προσεγγίσιμη και ανακατασκευασμένη, τόσο ως προς την υλική-παραγωγική της βάση όσο και ως προς τη θεσμική και ιδεολογικο-πολιτιστική της διάσταση.
Στην εποχή μας όμως η δευτερογενής αφαίρεση, ο αποκαλούμενος “αναδιπλασιασμός” (reduplication) της χρηματοπιστωτικής δομής σε σχέση με την πραγματική οικονομική-παραγωγική βάση, καθιστούν απρόσιτο, “αγνώσιμο”, ένα ιστορικό Υποκείμενο, μια υπερ-δομή κυριαρχίας, η οποία επιβάλλει μέσω των οικονομικών διαχειριστών της, αλλά και των “εντεταλμένων” πολιτικών-κυβερνητικών ελίτ, τις στρατηγικές της επιλογές.
Η χρηματοπιστωτική αυτή Υπερ-δομή εκφράζεται τόσο μέσω του κλασικού Τραπεζικού συστήματος όσο και μέσω “άυλων” προϊόντων ή φορέων που βρίσκονται εκτός οπουδήποτε ελέγχου (επενδυτικά funds, offshors εταιρείες, «τοξικά» προιόντα, οίκοι αξιολόγησης).
Το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής αυτής Υπερ-δομήςείναι η συγκέντρωση και κυκλοφορία ενός τεράστιου ονομαστικού ποσού «παραγώγων» προϊόντων το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία, σε πλήρη αφαίρεση από το πραγματικώς παραγόμενο προϊόν. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών η συνολική ονομαστική αξία των πάσης μορφής «παραγώγων» προϊόντων ανήρχετο το 2012 σε 800 τρις δολλάρια, δηλαδή σε ποσό υπερδεκαπλάσιο από το εκτιμώμενο-πραγματικό-παγκόσμιο προϊόν. Μόνο στις Η.Π.Α. η ονομαστική αξία των παραγωγών ξεπερνά τα 250 δις δολλάρια όταν το αντίστοιχο Α.Ε.Π. βρίσκεται στα 15,8 δις δολλάρια.
Μείζων πολιτικός όρος για την αυτονόμηση και την κυριαρχία αυτής της Υπερ-δομής είναι η υποβάθμιση και υποταγή των παραδοσιακών «οντοτήτων» του κράτους – έθνουςκαι των κοινωνικών και θεσμικών συλλογικοτήτων που ανήκουνστις εθνικές-παραγωγικές δομές των περιφερειακών χωρών, οι οποίες πλήττονται ευθέως από τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού και της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπικής λειτουργίας.
Η εννοιολόγηση της σημερινής κρίσης ως συστημικού χαρακτήρα κρίσης θεμελιώνεται στην αποδοχή ότι μόνο πιθανές-ενδεχομένως αποτελεσματικές-απαντήσεις και λύσεις μπορούν να δοθούν. Η απροσδιοριστία, η διακινδύνευση, η μη δυνατότητα πρόβλεψης, η αδυναμία εκλογίκευσης των γεγονότων και ταυτόχρονα η εγκατάλειψη της προσπάθειας να αναζητηθούν “οι πρώτες αιτίες” της κρίσης, τα δομικά της θεμέλια, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο ανορθολογισμός, η απροσδιοριστία, το ενδεχόμενο, συγκροτούν τη θεμελιώδη ερμηνευτική βάση του σύγχρονου “ορθολογιστικού” προτύπου.
Το αντικείμενο της κοινωνιολογικής έρευνας το ατομικό και συλλογικό συνειδέναι και πράττειν διαπερνώνται και καθορίζονται από αυτή τη ρευστότητα, από την αποδυνάμωση ή και διάλυση των θεσμικών-κανονιστικών πλαισίων.
Το κοινωνικό άτομο βρίσκεται μετέωρο, έωλο, στην περιορισμένη διάσταση του παρόντος, έχοντας απωλέσει τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική-κοινωνική του ταυτότητα και αναφορά. Ο μόνος σύνδεσμός του με το παρόν είναι η προσπάθειά του να διασφαλίσει μια-έστω και προσωρινή- θέση στο καταμερισμό της εργασίας, να διαμορφώσει στοιχειώδεις όρους για την επιβίωσή του, να καλύψει τις ελάχιστες οικογενειακές του ανάγκες.
Το καρτεσιανό άτομο, το κοινωνικο-γνωσιακό υποκείμενο που διαθέτει την ικανότητα να κατανοεί τον κόσμο και τον εαυτό του μέσω της Λογικής του βρίσκεται σήμερα έκθετο, αδύναμο να εξηγήσει την πραγματικότητα και να παρέμβει δημιουργικά σ’αυτήν[3].
Β. ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ: ΟΙ ΔΟΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΓΝΩΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΞΙΑΚΟ/ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Η ιστοριογραφική ανασυγκρότηση της ιστορικής εξέλιξης του εκπαιδευτικού συστήματος – ως πρωτεύουσα λειτουργία στο «εσωτερικό» του συστήματος αυτού – θα πρέπει να αναλυθεί ως μια ιστορική διαδικασία εξορθολογισμού, ως μια επιστημονική – μεθοδολογικά θεμελιωμένη – αναστοχαστική διαδικασία, ικανή να συλλάβει και να αναλύσει τόσο τις δομολειτουργικές όσο και τις σημαντικές αξιακές – κανονιστικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν την ιστορική εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος.
Μόνο μέσα από μια παρόμοια, αναστοχαστικού χαρακτήρα, προσέγγιση μπορούμε να κατανοήσουμε τόσο τις ιστορικές αλλαγές που υφίσταται το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, ως επιμέρους «χώρος» του όλου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, όσο και τις αξιακού-κανονιστικού χαρακτήρα «μετατοπίσεις» που συνοδεύουν τις αλλαγές αυτές, «μετατοπίσεις», οι οποίες αναδεικνύουν το ρόλο και τη σπουδαιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο του ιστορικού πολιτισμού μιας κοινωνίας.
Ιδιαίτερα στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα ο «χώρος» της Εκπαίδευσης, ως πυρηνικό στοιχείο του όλου κοινωνικού συστήματος αποτέλεσε το «πρίσμα» μέσα στο οποίο αντανακλώνται όλες οι επιμέρους συνιστώσες των πολιτιστικών, των πολιτικών και των κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών. Γι’ αυτό και μέσα από την ιστοριογραφική ανασυγκρότηση της Εκπαίδευσης μπορούμε να κατανοήσουμε τις πτυχές των επιμέρους αλλαγών σ’ όλες τις «περιοχές» του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτιστικού συστήματος.
Στο σύγχρονο κόσμο της αποκαλούμενης μετα-νεωτερικότητας ( ή κατά άλλους «υστερης-νεωτερικότητας»)[4] ο εξορθολογισμός της εκπαίδευσης συνδέεται οργανικά με την αλλαγή τόσο του φιλοσοφικού- αξιακού υπόβαθρου της εκπαίδευσης όσο και των κοινωνιολογικών και παιδαγωγικών προσεγγίσεων και την ανάδειξη μιας καθαρώς εργαλειακής / θετικιστικής αντίληψης που συνιστά μια «επάνοδο» στο «λογικό θετικισμό» του μεσοπολέμου αναμεμειγμένο με εκδοχές της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Εάν αντιπαραθέσουμε τις δυο κυρίαρχες “παραδειγματικές” λογικές που καθόρισαν τον “πυρήνα” της θεμελίωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων τον 20ο αιώνα θα διαπιστώσουμε ότι κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης από τον T.Parsons «παιδαγωγικής επανάστασης» που εκκινεί από τις απαρχές περίπου του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα – το νεώτερο Κράτος-έθνος αποδεσμεύει την εκπαίδευση τόσο από το πεδίο του ιδιωτικού όσο και από την επιρροή του θρησκευτικού κοσμοειδώλου και τη διαμορφώνει σταδιακά σ’ ένα αυτόνομο λειτουργικά υποσύστημα που συμβολοποιεί το αξιακό- κανονιστικό του περιεχόμενο μέσα από τους επιθετικούς προσδιορισμούς της καθολικής, δημόσιας, υποχρεωτικής, δωρεάν εκπαίδευσης.
Ήδη όμως από τις αρχές του 20ού αιώνα ο M. Weber στη ριζική μεθολογική τομή του προς το διαφωτιστικό εγχείρημα, στο έργο του «Οικονομία και Κοινωνία» προχωρεί σε μια ευθεία σύζευξη των παιδαγωγικών ιδεών με την ορθολογιστική κοινωνικο-οικονομική οργάνωση. Μ’ αυτό τον τρόπο ο μεγάλος αυτός διανοητής «προεγγράφει» ιστορικά και θεμελιώνει μεθοδολογικά πρωτεύουσες δομικές και κανονιστικές σχέσεις τις οποίες αναγνωρίζουμε σήμερα σε κρίσιμες επιλογές και προτάγματα της μετα-νεωτερικότητας. Η σύζευξη αυτή την οποία επιχειρεί ο M. Weber αποσυνδέοντας την ανάλυση από αξιακά περιεχόμενα και ιστορικο-κοινωνικού τύπου αναστοχαστικές διαδικασίες μεταθέτει μεθοδολογικά το «κέντρο βάρους» της λειτουργίας της Εκπαίδευσης από το φιλοσοφικο-πολιτιστικό στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα [5].
Εάν μάλιστα στο πλαίσιο της ιστορικής διαδικασίας εισαγάγουμε την βασική παράμετρο της κρίσης των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων και του πρωτεύοντος ρόλου που αναλαμβάνουν η Οικονομία και οι μηχανισμοί της Αγοράς τότε θα διαπιστώσουμε ότι «υπόδειγμα» του εξορθολογισμού της Εκπαίδευσης καθίσταται σχεδόν αποκλειστικά το λειτουργικό-αξιακό πρότυπο των ανταγωνιστικών οικονομικών μηχανισμών.
Γι’ αυτό και η – διαφωτιστικού χαρακτήρα – αξίωση για μια ηθικο-πολιτιστικού τύπου διαπαιδαγώγηση του ατόμου μεταπίπτει στο στόχο για την εξειδίκευση, την απόκτηση χρηστικού τύπου γνώσης. Με τον τρόπο αυτό ο «εμπειρογνώμων», ο τεχνικός χειριστής της γνώσης αντικαθιστά τον ανθρωπιστικο-οικουμενικό τύπο του επιστήμονα της κλασικής περιόδου.
Ο εξορθολογισμός αυτού του τύπου, όπως εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησε στη μαζικοποίηση, στην τυποποίηση, στην εργαλειοποίηση της Εκπαίδευσης. Στην ουσία το εκπαιδευτικό σύστημα ορθολογικοποιήθηκε λειτουργικά με βάση το «βιομηχανικό» τυπικό πρότυπο, διαμορφώθηκε ως μία «βιομηχανία της εκπαίδευσης», απέκτησε ένα δικό του πεδίο αυτονομίας και μια τυπική, συστημικού χαρακτήρα, οργάνωση (Δ. Μαρκής,1990).
α) Τύποι Ενσωμάτωσης
Μια πρώτη, βασικού χαρακτήρα, επίπτωση είναι ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες – στην πλέον κρίσιμη περίοδο της κοινωνικοποίησης τους -εντάσσονται αυτονόητα στο σχήμα της «συστημικής ενσωμάτωσης» ενώ το πεδίο της «κοινωνικής ενσωμάτωσης» διαδραματίζει δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο. Αυτό συμβαίνει καθ’ όσον οι διοικητικές, δομο-λειτουργικές, μορφές του εκπαιδευτικού συστήματος αποδεικνύονται πανίσχυρες (Giddens, 1984). Όμως η «κοινωνική ενσωμάτωση» που συνιστά πρωτεύουσα διαδικασία κοινωνικοποίησης απαιτεί αμοιβαιότητα πρακτικών, συλλογικότητα, σύγκριση και επιχειρηματολογία, κριτική ανασυγκρότηση περιεχομένων της γνώσης και των μεθόδων. Κι αυτή ακριβώς η κρίσιμη για το μαθητή / τρια διαδικασία περιθωριοποιείται και συνθλίβεται από την ισχύ των δομικών στοιχείων τα οποία συνδέονται ευθέως τόσο με τις προτεραιότητες τις οποίες θέτουν οι οικονομικο-παραγωγικοί μηχανισμοί όσο και με το αξιακό πλαίσιο που τους διέπει.
Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσμα να συνδέουμε ευθέως την εκπαίδευση με την κοινωνική αναγνώριση και άνοδο και την ένταξη στον καταμερισμό της εργασίας με τους πλέον ευνοϊκούς όρους. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας και η κριτική γνώση αποτελούν στο πλαίσιο αυτό δευτερογενείς παράγοντες.
Η συστημικού όμως χαρακτήρα ενσωμάτωση περιέχει ως θεμελιώδεις όρους τόσο την αποδοχή της κλίμακας και των μεθόδων αξιολόγησης όσο και την «πειθάρχηση» στους δομικούς-λειτουργικούς όρους του συστήματος.
Αυτές οι δυο κυρίαρχες έννοιες – σύμβολα, «αξιολογική κλίμακα», δηλαδή ο ανταγωνισμός, και «πειθάρχηση», διεκδικούν στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα τη θέση μιας ηγεμονικής ηθικο-αξιακής αρχής, αξιώνουν να αναγνωριστούν ως ένα είδος καντιανής προστακτικής.
Μεταβαίνουμε κατά συνέπεια προς ένα είδος «πνευματικού Τεϋλορισμού » όπου η ορθολογική οργάνωση μέσων και σκοπών, η υποταγή στην ποσοτική κλίμακα, η αναγνώριση ότι μέσω της αξιολογικής κλίμακας προοικοδομείται η κοινωνική ιεραρχία και επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος, συνιστούν θεμελιώδεις όρους της κοινωνικο-οικονομικής αναπαραγωγής.
Εάν δεχθούμε όμως αυτήν την εσωτερικού τύπου «ορθολογικότητα» στο εκπαιδευτικό σύστημα ως ιστορική «ανάγκη» των σύγχρονων μορφών της κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης και αξιοποίησης των σημαντικών επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνικής τότε πώς προκύπτει η «κρίση» και η συνεχής ανάγκη «μεταρρυθμίσεων» και «προσαρμογών»;
β) Οι ανορθολογικές όψεις της κοινωνικοποίησης
Για να απαντήσουμε στο κρίσιμο αυτό ερώτημα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πρωταρχικά ότι μεταξύ των μακρο-οικονομικών, νεο-φιλελευθέρου χαρακτήρα, πολιτικών και του εκπαιδευτικού συστήματος «μεσολαβεί» το σύστημα της «αγοράς εργασίας». Γι’ αυτό και ο σχεδιασμός των σύγχρονων εκπαιδευτικών πολιτικών συνδέεται με τις πολιτικές αγοράς εργασίας, οπότε και το εκπαιδευτικό σύστημα εντάσσεται στο σκέλος του σχεδιασμού της προσφοράς εργασίας.
Ο «σύνθετος» αυτός ρόλος, τον οποίο καλείται να διαδραματίσει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα στο πεδίο της κοινωνικο – οικονομικής αναπαραγωγής, οδηγεί σε «πιέσεις» από την πλευρά της Αγοράς, που αποβλέπουν στην ιστορική «μετατόπιση» του Όλου εκπαιδευτικού συστήματος από το παραδοσιακό ιστορικό του πλαίσιο στο σύγχρονο πεδίο της Αγοράς και των τεχνολογικών εφαρμογών. Αυτή ακριβώς η «μετατόπιση» της Εκπαίδευσης σ’ ένα πλαίσιο «διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων», που καθορίζεται από τις ανάγκες του νεο-φιλελεύθερου «σχήματος» της Αγοράς, προκαλεί, κατ’ ανάγκη, τη μετατόπιση του ορθολογικού – αξιακού πεδίου της Εκπαίδευσης στο αντίστοιχο πλαίσιο ορθολογικότητας των μηχανισμών της Αγοράς και του ανταγωνισμού[6].
Προκύπτει, συνεπώς, ένας «διττός ρόλος» τον οποίο καλείται να «ικανοποιήσει» η Εκπαίδευση. Στο επίπεδο των μακρο – οικονομικών στρατηγικών οφείλει να «προσφέρει» τις απαιτούμενες τεχνικο – επαγγελματικές «δεξιότητες», ώστε να εναρμονισθεί με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Κατά συνέπεια το «δικαίωμα» στην εκπαίδευση αναφέρεται κατ’ εξοχήν στην απόκτηση ειδικοτήτων και τεχνικών εξειδικεύσεων και προσλαμβάνει το χαρακτήρα “εξατομικευμένου” δικαιώματος[7], καθ’ όσον συνδέεται με την ένταξη του ατόμου στο “σχήμα” της αγοράς και των ιδιωτικού τύπου δικαιωμάτων που τη συγκροτούν. Η άλλη πλευρά του ρόλου της Εκπαίδευσης αφορά στο πολιτικο – κοινωνικό πεδίο όπου καλείται να συμβάλλει στην κοινωνική αναπαραγωγή μέσα από την «πολιτικοποίηση» της ίδιας της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Ο ένας «ρόλος» της Εκπαίδευσης εναρμονίζεται προς τα αξιακά σχήματα της αγοράς (ανταγωνιστικότητα, τεχνικοποίηση της γνώσης, εξειδίκευση, παραγωγικότητα) και συμβολοποιείται μέσα από το σχήμα των «προσόντων» και του «πλουραλισμού των επιλογών». Ο δεύτερος ρόλος αποβλέπει στην ενσωμάτωση των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και στις θεσμικές – κανονιστικές του εκφράσεις. Εκφέρεται, κατά συνέπεια, μέσα από το «σχήμα» του συλλογικού/αδιαίρετου «αγαθού» («εκπαίδευση για όλους») η συμμετοχή στο οποίο, βάσει της αρχής της ισότητας, παραλληλίζεται προς το πρόταγμα της πολιτικής συμμετοχής στα κοινά (Γράβαρης, 2005).
Συνεπώς οι κλασικές «διασπάσεις»: ιδιώτης / πολίτης, δημόσιο / ιδιωτικό, ανάγκη / επιλογή, ατομικό / συλλογικό, αναπαράγονται στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος. Είναι προφανές ότι τόσο οι μορφές που προσλαμβάνουν οι διασπάσεις αυτές, όσο και οι «συσχετισμοί» που διαμορφώνονται ιστορικά στο εσωτερικό των «χωρισμών» αυτών, ανάγονται στις ευρύτερες κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται και μετασχηματίζονται ιστορικά.
Είναι γεγονός ότι οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις των δυο τελευταίων δεκαετιών έχουν οδηγήσει στην ανάδυση νέων κοινωνικών στρωμάτων στο εσωτερικό της παραδοσιακής μεσαίας τάξης, η οποία σήμερα αποδιοργανώνεται και καταρρέει αλλά και στην εμφάνιση νέων κοινωνικών ομάδων στο “χώρο” της τριτογενούς παραγωγής, με την αποδυνάμωση των παραδοσιακών παραγωγικών δραστηριοτήτων (αγροτική παραγωγή, παραδοσιακή βιομηχανική δομή). Όλες αυτές οι αλλαγές οδηγούν στην υπέρβαση των ταξινομήσεων και των καθορισμένων κοινωνικών αξιών με βάση τις οποίες συντελείτο η κοινωνικοποίηση των παιδιών της παλαιάς μεσαίας τάξης, αφού η παραδοσιακή μεσαία τάξη “χρησιμοποιούσε ” για την αναπαραγωγή των αξιών αυτών παιδαγωγικές θεωρίες συμβατές με την ιδεολογία της.
Αντίθετα, τα νέα αναδυόμενα κοινωνικά στρώματα, που κυριαρχούν στην οικονομικο-παραγωγική δομή της νέας τεχνολογίας και οικονομίας, διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό-αξιακό πλαίσιο. Τα στρώματα αυτά αμφισβητούν την ιεράρχηση των παραδοσιακών ταξινομήσεων και υιοθετούν μια πιο ευέλικτη στάση έναντι των κλασικών κοινωνικών ρόλων, πολύ περισσότερο μάλιστα που οι σύγχρονες «περιοχές» δράσης επιβάλλουν στα άτομα μια πολλαπλότητα ρόλων[8].
Στο θεωρητικό πεδίο οι κοινωνικές αυτές ομάδες διαμορφώνουν ένα δικό τους πρότυπο ζωής (καταναλωτισμός, κοσμοπολιτισμός, σύγχρονοι τύποι επικοινωνίας) και επιλέγουν ένα περισσότερο ευέλικτο εκπαιδευτικό περιβάλλον, μέσα από τις σύγχρονες αντιλήψεις της παιδαγωγικής ψυχολογίας και της αλληλόδρασης.
Παρατηρούμε δηλαδή μια έμφαση στην απόκτηση οικονομικού και πολιτικού “κεφαλαίου”, σύμφωνα με την τυποποίηση του Bourdieu, που αποβλέπει στην οικονομική ευημερία και στην κατάληψη υψηλής θέσης είτε στις δομές της ελεύθερης οικονομίας είτε στην κρατική γραφειοκρατία. Ο τύπος του “πολιτιστικού κεφαλαίου”, από την άποψη αυτή, φαίνεται να παραμερίζεται[9].
Οι ριζικές αυτές αλλαγές οδηγούν στην μετατόπιση, στον μετασχηματισμό του ιδεοτύπου του κοινωνικοποιημένου μαθητή, στον ίδιο τον χαρακτήρα του κοινωνικοποιητικού ρόλου της Εκπαίδευσης: Από τον κλασικό ρόλο των δομολειτουργιστών (T. Parsons) που προοικοδομείται στο θεσμό της Εκπαίδευσης, ένα ρόλο που διακρίνεται από σταθερότητα, συνέχεια και συνοχή και επικαθορίζεται από τα αξιακά-κανονιστικά περιεχόμενα του πολιτισμικού υποσυστήματος, μεταβαίνουμε σ’ ένα πλέον “ρευστό” και πολυειδές ιδεοτυπικό σχήμα.
Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο η κοινωνικοποιητική διαδικασία στο εκπαιδευτικό πεδίο αποβλέπει στην ικανότητα άσκησης μιας ποικιλίας ρόλων, γεγονός που προϋποθέτει ανοικτά επικοινωνιακά πεδία και ταυτόχρονα αποδέσμευση από τα αυστηρά-δομικά αξιακά πρότυπα και τα κανονιστικού τύπου παιδαγωγικά σχήματα.
Ο τύπος αυτός κοινωνικοποίησης εναρμονίζεται με τους συντελούμενος κοινωνικούς μετασχηματισμούς και ανταποκρίνεται στον τύπο του επαγγελματία που θα ασκήσει, μελλοντικά, τις δραστηριότητές του στο πεδίο των ελεύθερων, ανταγωνιστικών οικονομικών σχέσεων. Ο “ανοικτός” αυτός ιδεότυπος κοινωνικοποίησης συνδέεται, κατά συνέπεια, ευθέως με τον ιδεότυπο του πολίτη της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας και των μηχανισμών της αγοράς (Γκίβαλος, 2005).
Όμως όλες αυτές οι ριζικού χαρακτήρα μεταβολές παράγουν μια σειρά αντιφάσεων όπως είναι η ογκούμενη ανεργία των νέων επιστημόνων και γενικότερα η αναντιστοιχία μεταξύ των προσδοκιών που καλλιεργούνται και του επιπέδου εκπλήρωσής τους, εξελίξεις που συνιστούν εμφανείς μορφές της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Όλες οι μορφές κρίσης όμως δεν αφορούν μόνο στη σχέση Πανεπιστημίου και Αγοράς στη σχέση επιστημονικών σπουδών και επαγγέλματος. Ταυτόχρονα οδηγούν σε σύγχυση και σε αμορφία τόσο στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων όσο και στη συγκρότηση ρόλου των νέων ανθρώπων. Ιδιαίτερα η συσσώρευση αποτυχιών, η επικράτηση της αβεβαιότητας και της ρευστότητας οδηγεί στην ανάπτυξη αισθήματος κοινωνικού «υποβιβασμού» ή και αποκλεισμού, αφού η κύρια μορφή νομιμότητας των μορφών της μαθησιακής κατηγοριοποίησης αποδεικνύεται ατελής ή και ανύπαρκτη.
Η κυριαρχία της θεσμοποιημένης μορφής πολιτιστικού κεφαλαίου στο σχολείο (τίτλοι σπουδών, διπλώματα, διακρίσεις) και η αποσύνδεση νοήματος και αξιακού περιεχομένου της γνώσης από τους ίδιους τους τίτλους είναι αποτέλεσμα του ριζικού μετασχηματισμού που επέφερε η ένταση του ανταγωνισμού που διαμορφώνεται τόσο στο εσωτερικό της Εκπαίδευσης όσο και μεταξύ Αγοράς και Εκπαιδευτικού συστήματος.
Ιδιαίτερα για τους μαθητές που υπολείπονται σε οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού είναι άμεσος. Με την ολοκλήρωση των σπουδών συνειδητοποιούν ότι αποτελούν άτομα «χωρίς κοινωνική αξία», κατέχοντας απαξιωμένους τίτλους.
Διαμορφώνεται κατά συνέπεια ένας τύπος διπλής συνείδησης (P. Bourdieu, 2004) ∙ από τη μια πλευρά η δημοκρατική αρχή, η τυπική ισότητα των ευκαιριών, η ελεύθερη πρόσβαση στην Εκπαίδευση συνιστούν τυπικά / αξιακά πλαίσια νομιμοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά παράλληλα ο δομικός καθορισμός που παράγει ενδογενώς τις ανισότητες στο «εσωτερικό» του εκπαιδευτικού συστήματος αποκαλύπτει την ακύρωση στην πράξη του αξιακού αυτού στοιχείου.
Η αναντιστοιχία μεταξύ των προσδοκιών που το σχολικό σύστημα καλλιεργεί και των πραγματικών ευκαιριών που διασφαλίζει οδηγεί στην ασυνέχεια μεταξύ παρόντος και μέλλοντος. Όπως επισημαίνει ο P. Bourdieu πρόκειται « για την άρνηση ενός μέλλοντος χωρίς παρόν και ενός παρόντος χωρίς μέλλον » (P. Bourdieu, 2004, σ. 24).
Συμπερασματικά η κρίση στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν συνιστά παρά την έκφραση μιας γενικότερης κρίσης που αφορά στην αναπαραγωγή του πνευματικού πεδίου. Παραδοσιακά οι σχέσεις μεταξύ του ίδιου του πολιτιστικού – πνευματικού πεδίου και του πεδίου των οικονομικών και πολιτικών εξουσιών χαρακτηρίζονταν από ελεγχόμενες μορφές μιας ήπιας αντιπαλότητας (Κράτος Πρόνοιας). Σήμερα όμως συντελείται μια ιστορική διαδικασία την οποία αποκαλεί ο Habermas «αποικιοποίηση του βιόκοσμου» όπου το πεδίο της οικονομίας καταλαμβάνει και εμπορευματοποιεί μια σειρά πολιτιστικών / πνευματικών δραστηριοτήτων και θεσμών.
Αυτή ακριβώς η διαδικασία «αποικιοποίησης» εκφέρεται στην τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική ως στρατηγική μετασχηματισμού, όχι μόνο ως προς τα δομικά –λειτουργικά χαρακτηριστικά αλλά κυρίως ως προς τα θεμελιώδη αξιακάπροτάγματα που τη διέπουν μέχρι σήμερα (καθολική, δημόσια, δωρεάν, παιδαγωγική – ανθρωπιστική).
Αυτός ο, στρατηγικού χαρακτήρα, επιχειρούμενος αναπροσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος εμμένει ότι η άμεση προσαρμογή στις ανάγκες του καταμερισμού της εργασίας, η πλήρης εξειδίκευση και η έμφαση στην τεχνική – πρακτική γνώση μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ Αγοράς και εκπαιδευτικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα τα κριτήρια αυτά συνδέονται με τεχνικές απαιτήσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, αφορούν επιμέρους παραγωγικές και κοινωνικές ανάγκες και, κατά συνέπεια, μόνο επιμέρους απαντήσεις μπορούν να δώσουν στο συνολικό πρόβλημα.
γ) Το κοινωνιολογικό πεδίο της σχολικής τάξης
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των αντινομικών σχέσεων και της μετατροπής της γνώσης σε μέσον για την μελλοντική απόκτηση οικονομικού και κοινωνικού κεφαλαίου των μαθητών/τριών είναι προφανές ότι οι ίδιες οι κλασικές έννοιες της δημοκρατικής αρχής και της κανονιστικής συμφωνίας υπονομεύονται από ένα πλαίσιο συμβιβασμού στο οποίο κυριαρχούν ο κομφορμισμός, ο οπορτουνισμός, και η «εργαλειακή» χρήση των εκπαιδευτικών στόχων.
Συνακόλουθα, το εκπαιδευτικό σχήμα δε φαίνεται να κοινωνικοποιεί τους μαθητές στη βάση ενός πλέγματος αξιών και δημοκρατικών αρχών, αλλά μάλλον προετοιμάζει το μαθητή για το ρόλο του συμβιβασμένου και απο-πολιτικοποιημένου πολίτη, ρόλο τον οποίο και θα εκπληρώσει στο μέλλον ως εργαζόμενος.
Οπωσδήποτε η «επιστράτευση» από τον P. Woods του σχήματος της «κουλτούρας» των μαθητών, που θεμελιώνεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό – ταξικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, θέτει κάποιες νέες μεθοδολογικές παραμέτρους. Ασφαλώς οι τύποι «κουλτούρας» των μαθητών αφορούν κοινωνικοποιητικές διαδικασίες που έχουν συντελεσθεί ή συντελούνται στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
Σ’ αυτό το περιβάλλον οι μαθητές υιοθετούν πολιτικό- κοινωνικές αξίες και πρότυπα τα οποία στο εσωτερικό της σχολικής τάξης εκφέρονται ως «φιλο-σχολικές» ή «αντι – σχολικές» κουλτούρες και συμπεριφορές. Όμως, μέσα στη σχολική τάξη, η διαπραγμάτευση για την απάμβλυνση των εντάσεων διαμορφώνεται μέσω του «ρόλου» του εκπαιδευτικού και των αντίστοιχων «ρόλων» των μαθητών, δηλαδή υπό την άμεση επιρροή των δομικών και κανονιστικών πλαισίων του σχολικού συστήματος. Κατά συνέπεια και στην περίπτωση αυτή, παρά την προσπάθεια του εκπαιδευτικού να καταστήσει συμβατές τις διαφορετικές «κουλτούρες» προς την κυρίαρχη σχολική «κουλτούρα», η κοινωνικοποίηση των μαθητών συντελείται και πάλι σ’ ένα πλαίσιο συμβιβασμού και υποχώρησης των επί μέρους «αξιών» έναντι του κυρίαρχου συστήματος κανόνων και αρχών της Εκπαίδευσης.
Καταληκτικά, ο διάλογος και ο «συμβιβασμός» στη σχολική τάξη δεν προκύπτουν μέσα από την ανταλλαγή επιχειρημάτων για το ποιες είναι οι ανωτέρου τύπου αξίες που διαμορφώνουν το άτομο, αλλά διατυπώνονται σ’ ένα «ενδιάμεσο επίπεδο» με τη μορφή μιας τυπικής συμφωνίας, μέσω της οποίας θα υπηρετηθούν, ως ένα βαθμό, τόσο οι αξιακοί όσο και οι ωφελιμιστικοί στόχοι τους οποίους, θέτουν εκπαιδευτικοί και μαθητές.
Γ. Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ.
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Ή ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ;
Όλες αυτές οι θεμελιώδεις αλλαγές που συντελούνται τόσο σε οικονομικο-παραγωγικό όσο και σε θεσμικο-κοινωνικό επίπεδο οδηγούν στην αλλαγή της κοσμοεικόνας, του κοσμοειδώλου, με βάση το οποίο κατανοούμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο:
Η αποκαλούμενη παγκοσμιοποίηση[10] και η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την αναδιοργάνωση της οικονομίας και της οικονομίας και της κοινωνίας ερείδονται στη μετανεωτερική αντίληψη. Η προσέγγιση αυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει μια νέα θεμελιωτική “αρχή” σκέψης, προβάλλοντας ως κεντρικό αίτημα την αποδόμηση και ακύρωση του δογματισμού του διαφωτιστικού Λόγου. Αυτοκατανοείται, συνεπώς, ως ένα νέο ιστορικό Παράδειγμα ερμηνείας του σύγχρονου κόσμου, σύμφωνα με το οποίο οι επιστημολογικές και μεθοδολογικές μας προσεγγίσεις πρέπει, πριν απ’ όλα, να απαλλαγούν από τη δεσμευτικότητα των αξιακών και κανονιστικών προταγμάτων του διαφωτιστικού επιχειρήματος, ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο αυτόνομων στοιχείων, που θα είναι απαλλαγμένα από αξιακές ή σχεσιακές θεμελιωτικές αρχές.
Ο Λόγος δεν συνιστά πλέον κριτήριο της ορθολογικότητας, αλλά μετατρέπεται σε τεχνικό εργαλείο, πρόσφορο για τη διαμόρφωση της αιτιακής αλυσίδας μέσων και σκοπών, με την αποδοχή ότι οι σκοποί αυτοί τίθενται πέραν των αξιολογικών δεσμεύσεων.
Το μετα-νεωτερικό πρότυπο προβάλλει ως έγκυρα πρότυπα τις υποκειμενικές σκοποθεσίες, τους επί μέρους “εξορθολογισμούς”, την τυχαιότητα των συναπτόμενων σχέσεων, την απουσία δεσμευτικού “πεδίου” αναφοράς.
Οι σύγχρονες αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας (ανεργία, ρατσισμός, αποσύνδεση κοινωνικών σχέσεων, κρίση κοινωνικών θεσμών, περιβαλλοντική κρίση κ.λπ.) αντιμετωπίζονται ως αυθύπαρκτες και συνυπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές μορφές και δομές, οι οποίες εξελίσσονται μέσα από διευθετήσεις και επί μέρους συσχετισμούς. Οι μορφές αυτές δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια αναστοχαστική διαδικασία που θα επεδίωκε να προσδιορίσει τις “πρώτες”, τις θεμελιώδεις αιτίες των αντιφάσεων αυτών, μέσα από τις δομές της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, αφού μια τέτοια διαδικασία ερμηνεύεται εξ’ ορισμού ως “ουσιολογική” και “μεταφυσική”.[11]
Ο σύγχρονος άνθρωπος, μέσα σ’ ένα γενικευμένο πεδίο αντιφάσεων και διακινδύνευσης, αδυνατεί να ανατρέξει σε αξιακά θεμέλια και κανονιστικότητες, έχει απολέσει τις ορθολογικές-αναστοχαστικές λειτουργίες της αφαίρεσης και της γενίκευσης[12], την εισαγωγή ανορθολογικού τύπου κοινωνικο-οικονομικών ερμηνευτικών, που παραμένουν “απρόσβλητες” από την κριτική που ασκείται με βάση τους ορθολογικούς – αξιακούς όρους.[13]
Ο σχετικισμός συνιστά το αναπόφευκτο επακόλουθο της μετα-νεωτερικής αντίληψης. Το μετα-νεωτερικό σχήμα διασπά την ενότητα του αντικειμένου, υποβαθμίζει το υποκείμενο και αναδεικνύει την τυχαιότητα και την “αυταξία” των δεδομένων ως μεθοδολογικά “εργαλεία” πρόσβασης προς το πραγματικό.
Συνέπεια των μετανεωτερικών προσεγγίσεων είναι η διαμόρφωση μιας ασύμμετρης διάστασης μεταξύ του παραδοσιακού αστικου-βιομηχανικού προτύπου και του σύγχρονου μετανεωτερικού τύπου κατανόησης και οργάνωσης του κόσμου. Η ασυμμετρία αυτή πέραν από το επίπεδο της κοσμοεικόνας, της αντίληψης για τον κόσμο, εκφέρεται τόσο σε μεθοδολογικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της γλώσσας και του νοήματος των επιστημονικών, κοινωνικών και οικονομικών όρων.
Προκύπτει κατά συνέπεια μια σειρά δυϊσμών σύμφωνα με την κλασική κοινωνιολογική εννοιολόγηση, που δηλώνουν την πλήρη μεταβολή του ίδιου του αντικειμένου της έρευνας όπως: εξουσία κράτους – έθνους / πολυεθνική χρηματιστική εξουσία, κράτος – πρόνοιας / αγοραία πρόνοια, φιλανθρωπία, δημιουργικότητα – ηθική της εργασίας / απασχόληση, ουσιολογισμός (νόημα) / φορμαλισμός (μορφή, εντύπωση), ιστορικός χρόνος (αφηγήσεις) / εφήμερο παρόν (εμπειρία).[14]
Μέσω της ενδεικτικής αυτής παράθεσης μπορούμε να κατανοήσουμε τις ριζικές μεταβολές που έχουν επέλθει τόσο σε θεωρητικό / επιστημολογικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της θεσμικής – παραγωγικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, γεγονός που οδηγεί στις αλλαγές του εννοιολογικού πεδίου και στην επελθούσα μεταξιολόγηση (transvaluation) των νοηματικών – εννοιολογικών μας όρων (Γκίβαλος, 2010).
Δ. ΚΡΙΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
Οι επιπτώσεις από την αποδοχή των σχετικιστικών και ανορθολογικών στοιχείων της μετανεωτερικής αντίληψης στο πεδίο των κοινωνιολογικών αναλύσεων του «χώρου» της εκπαίδευσης αλλά και των τύπων της «πολιτικής κοινωνικοποίησης», που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ των φορών δράσης και των θεσμικών δομών και η αντικατάστασή τους από μια ατέρμονα σειρά πρακτικών «ενεργημάτων» του λόγου, καθιστά αδύνατη την κατανόηση της θεσμικής λειτουργίας της εκπαίδευσης αλλά και την ερμηνεία της «ανθεκτικότητας» που επιδεικνύουν οι εκπαιδευτικοί θεσμοί. Είναι δυνατόν σε μια σχολική τάξη, μέσα από τις σχέσεις διαντίδρασης μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, να διαμορφωθούν άτυποι κανόνες που προκύπτουν από μια ρητή ή υπόρρητη συμφωνία, δηλαδή μέσω ενεργημάτων του λόγου. Όμως οι κανόνες αυτοί μπορούν εύκολα να ακυρωθούν όταν π.χ. έρθουν σε σύγκρουση με τις αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας, ή με τους νόμους που ισχύουν για το διδακτικό προσωπικό κ.λπ. Υπάρχουν, συνεπώς, υπερκείμενα θεσμικά-κανονιστικά πλαίσια εντός των οποίων οι ρυθμίσεις των ανθρωπίνων πρακτικών μπορούν να αναπαράγονται μέσω των ενεργημάτων του λόγου, χωρίς να κλονίζουν ή να αλλάζουν τα θεσμικά αυτά πλαίσια (π.χ. διαδικασίες αξιολόγησης, εξετάσεις, προσόντα εκπαιδευτικών κ.λπ.).
Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα διαμορφώνουν έναν ευρύτερο προβληματισμό που αφορά την ισχύ και την επιστημονική ορθολογικότητα των επιστημολογικών και μεθοδολογικών προτύπων που χρησιμοποιούνται στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνιολογική ανάλυση.
Ποια είναι άραγε η ισχύς των κλασικών δομολειτουργικών προτύπων; Η «ανακατασκευή» του παρσονικού «σχήματος» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύγχρονο πολιτισμικό υποσύστημα, η ιστορική κουλτούρα, που δρα ως θεμελιώδης δομή, έχει «αντικαταστήσει» τις παραδοσιακές αξιακές-κανονιστικές της αρχές, τις αισθητικές αντιλήψεις, με εννοιολογικά- συμβολικά προτάγματα που εκπορεύονται από τον κυρίαρχο σήμερα οικονομιστικό-εργαλειακό λόγο. Μέσα από τις συμβολικές εκφορές της «πειθαρχίας» και της «αξιολόγησης» αναδεικνύονται οι παραγωγικές-οικονομικές κατηγορίες που συνιστούν τα κανονιστικά πεδία κοινωνικοποίησης στο πεδίο της Εκπαίδευσης.
Η επικράτηση των οικονομικο-παραγωγικών κατηγοριών και η επικυριαρχία της ατομικότητας, της ελεύθερης οικονομικής δράσης του υποκειμένου, φαίνεται ότι αποτελούν κυρίαρχες εκδοχές μιας βεμπεριανού τύπου ορθολογικότητας, που συνδέεται με το πρότυπο «ορθολογικότητας» των οικονομικών μηχανισμών του ανταγωνισμού της αγοράς.
Όμως η βεμπεριανή ορθολογικότητα θεμελιώνεται στην αιτιακή/ορθολογική αλυσίδα της σχέσης μέσων και σκοπών. Αντίθετα, στο σύγχρονο κόσμο της διακινδύνευσης και της απροσδιοριστίας, τα μεν μέσα καθίστανται δυσπρόσιτα ενώ η απόκλιση μεταξύ τεθειμένου και τετελεσμένου σκοπού αποβαίνει όλο και πιο πιθανή. Αυτό αφορά π.χ. τη σχέση σπουδών και επαγγέλματος, την ίδια την προοπτική της οικονομικής-παραγωγικής δραστηριότητας αλλά και τις ατομικές σκοποθεσίες που τίθενται κατά τον M. Weber με βάση την αποκαλούμενη «αιτιότητα του νόμου» και αφορούν τα θεσμικά-κανονιστικά πλαίσια στους τομείς του κοινωνικού κράτους. (Γκίβαλος, 2005)
Η «ατομικότητα», η ελευθερία του οικονομικού πράττειν, που συνιστά κατά τον M. Weber την ύψιστη μορφή ορθολογισμού, σχετικοποιείται και ακυρώνεται μέσα από τις αδιαφανείς οικονομικές λειτουργίες και την ασύδοτη δράση των εκμεταλλευτικών μηχανισμών. Η νέα αυτή μορφή κυριαρχίας, τόσο πάνω στο ατομικό όσο και στο θεσμικό-συλλογικό πράττειν, έχει αποδυναμώσει ταυτόχρονα μια πλειάδα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ρευστοποιώντας και υπονομεύοντας καίρια το θεσμικό-δημοκρατικό θεμέλιο, δηλαδή την βασική αφετηρία αναγωγής του πράττειν και των θεσμών κοινωνικοποίησης.
Γι’ αυτό και στο σύγχρονο επιστημολογικό-κοινωνιολογικό προβληματισμό εμφανίζονται θεωρητικές προσεγγίσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν το κοινωνικό αντικείμενο της έρευνας ως ένα σύνθετο τεχνικο-βιολογικό κοινωνικό σύστημα, όπου τα υποκείμενα της δράσης αντικαθίστανται από νοηματικά-επικοινωνιακά ενεργήματα.
Οι ύπατες ορθολογικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό του συστημικού – κοινωνικού «σχήματος» (N. Luhman) αυτές του αναστοχασμού και της ενσωμάτωσης δε θεμελιώνονται σ’ ένα αξιακό – κανονιστικό «κέντρο» αναφοράς αλλά εξελίσσονται ως λειτουργικά ενεργήματα που αποβλέπουν στην ενίσχυση του συστήματος ώστε αυτό να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις διακινδυνεύσεις ή στις ευκαιρίες που διαμορφώνονται στο περιβάλλον του. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις που λαμβάνει είναι «ενδεχομενικές», τελούν και αυτές υπό αίρεση, υπό διακινδύνευση (Wilke, 1996).
Η απουσία ορθολογικού – κανονιστικού θεμελίου στο συστημικό πρότυπο μπορεί να οδηγήσει στην αποδυνάμωση π.χ. του υποσυστήματος του δικαίου και συνακόλουθα να διαμορφώσει αυταρχικού τύπου λειτουργίες που θα επιφέρουν αποδυνάμωση δικαιωμάτων ή θα οδηγήσουν στην αλλαγή συσχετισμών σε βάρος των πλέον αδύναμων υποσυστημάτων. Παρόμοιες περιπτώσεις εμφανίζονται στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου υπο-συστήματα του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης «ενσωματώνονται» σε δομές και σχέσεις εμπορευματοποιημένης μορφής (ιδιωτικού χαρακτήρα) οπότε ακυρώνονται πλευρές της ιδέας του «αγαθού» της εκπαίδευσης ως αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος των πολιτών, το οποίο κατοχυρώνεται με βάση τις αξίες της ισότητας και της ισότιμης παροχής του.
Οι επισημάνσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να δεχθούμε την ύπαρξη μιας πολύ-Παραδειγματικής φάσης στην κοινωνιολογική επιστήμη που διαμορφώνεται με τη συνύπαρξη και τον ανταγωνισμό των δομολειτουργικών, ερμηνευτικών και συνδυαστικών προσεγγίσεων με τον χαρακτήρα που προσδίδει ο I. Lakatos στο σχήμα των Ερευνητικών Επιστημονικών Προγραμμάτων (Γκίβαλος, 2011).
Σ’ αυτό το επιστημονικό πεδίο οι συνδυαστικές προσεγγίσεις, ιδίως στο «φάσμα» των κοινωνιολογικών σχημάτων της εκπαίδευσης, φαίνεται ότι ανταποκρίνονται μέσω της σχέσης μεταξύ των κοινωνικοποιητικών δομών και των γλωσσικών – νοηματικών κωδίκων σε μια σύγχρονη κοινωνιολογική δομή η οποία δεν μπορεί να θεμελιωθεί αυτονόητα σε μια ιστορική κουλτούρα ούτε να κατανοηθεί μέσω των πεπερασμένων και σχετικιστικών προσεγγίσεων που εξαντλούνται στο σχήμα της αλληλόδρασης και της ανάληψης ρόλων.
Οπωσδήποτε όμως κάθε ιδιαίτερο κοινωνιολογικό «αντικείμενο» έρευνας διαθέτει τα δικά του ιστορικά, θεσμικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά και είναι ίσως σκοπιμότερο να προσεγγίζεται παράλληλα και από «αντίπαλα» μεθοδολογικά πρότυπα, προκειμένου είτε να αναδειχθούν συμπληρωματικότητες είτε να προκύψουν αντίθετα συμπεράσματα, γεγονός που επιβάλλει τη συνεχή ερευνητική προσπάθεια και πιθανώς την αναδιαμόρφωση των μεθοδολογικών μας «εργαλείων».
Ε. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΧΕΣΗ
Ο χώρος των κοινωνικών επιστημών – και ευρύτερα το πεδίο των θεωρητικών επιστημών- θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τόσο σε επιστημολογικό όσο και σε ιστορικο-κοινωνικό επίπεδο τις βασικές του στρατηγικές και να επανακαθορίσει τόσο τα θεωρητικά – μεθοδολογικά του «εργαλεία» όσο και την πρακτική – ερευνητική του σχέση με το σύγχρονο κοινωνικό αντικείμενο και τις πολλαπλές του διαστάσεις.
Αφετηρία μιας τέτοιας στρατηγικής θεώρησης θα πρέπει να αποτελέσει η ιστορική διαδικασία «αποικιοποίησης» (σύμφωνα με την εννοιολόγηση του J. Habermas) του πεδίου των θεωρητικών επιστημών από το «κοσμοείδωλο», το κατά Kuhn Παράδειγμα, του Οικουμενισμού, δηλ. του επικαθορισμού μιας σειράς αντιλήψεων, λειτουργιών και κοινωνικών συμπεριφορών από τις ερμηνείες και τις νοηματοδοτήσεις μιας απρόσωπης οικονομικής δομής που εμφανίζεται ως ένα απρόσιτο οντολογικού χαρακτήρα, Υποκείμενο, το οποίο εκφράζει ιστορικά μια μονόδρομη, τελεολογικού χαρακτήρα, εξέλιξη, έναν αδιαμφισβήτητο και ενιαίο – οικουμενικής σύλληψης και ερμηνείας – τρόπο σκέψης.
Το επόμενο βήμα αναφέρεται στην προσπάθεια μεθοδολογικής αποκατάστασης της διάσπασης του κοινωνικού αντικειμένου ώστε να αναδειχθούν βασικά αιτήματα, η αντιμετώπιση των οποίων μπορεί να οδηγήσει στην επαναδιατύπωση μιας συνεκτικής αντίληψης του πραγματικού. Τα αιτήματα αυτά αφορούν τους όρους συγκρότησης της κοινωνίας με βάση τα σύγχρονα, ουσιώδη, περιεχόμενα τα οποία μπορούν να προσλάβουν οι έννοιες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης χειραφέτησης, ώστε να ικανοποιούνται οι όροι της σύνολης κοινωνικής αναπαραγωγής.
Παράλληλα αναδύεται ένα δεύτερο επίπεδο αιτημάτων, που αφορά την επαναδιατύπωση του προβλήματος των αξιών ως όρων για την επιβίωση, την ελεύθερη επικοινωνία, το διάλογο, την επιστημονική έρευνα. Πρόκειται συνεπώς για δεσμευτικά αξιακά πλαίσια που προκύπτουν είτε θετικά, από την ανάγκη επαναδιατύπωσης ενός σύγχρονου ορθολογικού επιχειρήματος, είτε αρνητικά, από μια στάση εναντίωσης των ατόμων και των κοινωνιών απέναντι σε σχέσεις που αίρουν την ελευθερία, τη δίκαιη αντιμετώπιση, την αξιοπρέπεια, την ειρηνική διαβίωση των ανθρώπων.
Η επιστημονική θεμελίωση ενός παρόμοιου αιτήματος συνεπάγεται την απόρριψη ενός θετικιστικού-εργαλειακού τύπου μεθοδολογικής ανάλυσης του σύγχρονου κόσμου, αλλά και την αντίθεση προς μια σχετικιστικού τύπου αντιμετώπιση του ορθού λόγου η οποία οδηγεί ευθέως στον ανορθολογισμό και στην απροσδιοριστία. Σ’ ένα επόμενο βήμα είναι αναγκαίος ο καθορισμός ενός αξιακού-ορθολογικού πλαισίου, το οποίο προκύπτει από την ανάλυση και ανασυγκρότηση των όρων του εγωιστικού-εργαλειακούπράττειν. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να τεθεί ως πεδίο αναστοχασμού και δεσμευτικότητας έναντι ενός ανορθολογικού, εγωιστικού πράττειν, που οδηγεί σε διασπάσεις και οξύνει τις αντιθέσεις στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο. Όλοι αυτοί οι όροι, που θίγονται σήμερα, μέσα από μια μεθοδολογική-αναστοχαστική διαδικασία προσλαμβάνουν τη μορφή παγκόσμιων-κοινωνικών αξιών και συγκροτούν ταυτόχρονα όρους και προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής, γι’ αυτό και θα πρέπει να διαφυλαχθούν.
Μέσα σ’ αυτό το σύγχρονο θεωρητικό-μεθοδολογικό πλαίσιο ανασυγκρότησης των κοινωνικών επιστημών αναδεικνύεται ως βασικός ο ρόλος των Πανεπιστημίων, του επιστημονικού-πνευματικού κόσμου. Οι σύγχρονες κοινωνίες που χάνουν τα σταθερά σημεία αναφοράς, τις ατομικές και συλλογικές τους ταυτότητες, ζητούν απαντήσεις και διεξόδους επιστημονικά θεμελιωμένες, αναζητούν το νόημα της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής τους δράσης.
Υπάρχουν δύο βασικοί κίνδυνοι όσον αφορά στη στάση και στο ρόλο του σύγχρονου κοινωνικού επιστήμονα. Ο ένας προκύπτει από την παραίτηση του επιστήμονα από την ανάλυση και κατανόηση των προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας. Αυτή η στάση μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική απόσυρση στους «γυάλινους πύργους» της «αποστειρωμένης» κοινωνιολογικής έρευνας, μιας έρευνας που είτε καταφεύγει σε μια θεωρητικολογούσα κοινωνιολογία είτε αρκείται στην ενσωμάτωσή της στο θετικιστικό πρότυπο, υιοθετώντας προσεγγίσεις που παραπέμπουν σε εκδοχές της ποπεριανής «κοινωνικής μηχανικής».
Ο άλλος κίνδυνος συνίσταται στην επικράτηση ενός αυθόρμητου και ανεύθυνου βολονταρισμού, ο οποίος προκύπτει από μια απορριπτική κριτική, ολοκληρωτικού τύπου και αγνοεί τα επιστημονικά θεμέλια της κοινωνιολογικής ανάλυσης, μετατρέποντας την ερευνητική εργασία σε μία αφηρημένη ουτοπική κατασκευή.
Απέναντι στις δυο αυτές επιστημονικές επιλογές υπάρχει η ο επιστημονικός δρόμος τον οποίο αποκαλεί ο P. Bourdieuπεδίο του ορθολογικού ουτοπισμού. Είναι ο δύσβατος δρόμος μιας ελεύθερης, επιστημονικής και κοινωνικής ταυτόχρονα, πορείας που αναζητά τη γνώση μέσα από μια διαδικασία «αυτοδιαύγασης της έννοιας» (G. Hegel) θραύοντας το «κέλυφος» του θετικισμού, της αγνωσιμότητας, του τελεολογισμού, που επικαλύπτουν «τις πρώτες αιτίες» της ιστορικής κρίσης που διερχόμεθα.
Σ’ αυτή την πορεία ο ρεαλιστικός ουτοπισμός του P. Bourdieu προσδιορίζει το έργο της κοινωνιολογικής γνώσης, ως μια διαδικασία «που αναζητά τη γνώση μέσα από το πιθανό, ώστε να μπορέσει να επιτύχει, να προκαλέσει το δυνατό», να καταδείξει το δίκτυο των κοινωνικών καταναγκασμών που ασκούνται πάνω στη σύγχρονη κοινωνία – αλλά και την ίδια την επιστήμη- και να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά[15].
Ο I. Kant διεκήρυσσε ότι «η εξωτερική βία που αφαιρεί από τους ανθρώπους την ελευθερία να κοινοποιήσουν δημοσίως τις σκέψεις τους, τους αφαιρεί και την ελευθερία της σκέψης» επισημαίνοντας ότι η ελευθερία αποτελεί συγκροτησιακό όρο ανάπτυξης της σκέψης, της γνώσης, της επιστήμης.
Γνώση – Λόγος – Ελευθερία: Ήταν το «σύνθημα» τριών νεαρών φοιτητών – Χέγκελ, Χαϊντερλιγκ και Σέλλιγκ – στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Το ίδιο τρίπτυχο μπορεί να δώσει και σήμερα νόημα στην επιστημονική, κοινωνική, πνευματική μας δραστηριότητα.
Βιβλιογραφία
Beck, Ul. (1997). Was ist Globalisierung? Irrtümer des Globalismus – Antworten auf Globalisierung, Suhrkamp Verlag, Frankfurt.
Beck, Ul. (1998). ΤιείναιΠαγκοσμιοποίηση. Λανθασμένεςαντιλήψειςκαιαπαντήσεις.Αθήνα: Καστανιώτη.
Bell, D. (1999). The culturalcontradictionsofcapitalism, Harper Collins Publishers, Bell, D. Bell, D. (1999).Οπολιτισμόςτηςμεταβιομηχανικήςδύσης. Αθήνα: Νεφέλη.
Γκίβαλος, Μ. (2005). Πολιτική κοινωνικοποίηση και εκπαιδευτικό περιβάλλον. Αθήνα: Νήσος.
Γκίβαλος, Μ. (2010). Παγκοσμιοποίηση και οικονομική κρίση. Πολιτική: σχέσεις αντινομίας και σύγκρουσης, ειςΟ χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης, συλλογικό έργο. Αθήνα: Τόπος.
Γκίβαλος, Μ. (2011). Η ανασυγκρότηση των κοινωνιολογικών «σχημάτων» στο πεδίο της Εκπαίδευσης με βάση τη θεωρία των Ε.Ε.Π του I. Lakatos, εις Εκπαίδευση- Κοινωνία και Πολιτική, Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Ι. Πυργιωτάκη,. Αθήνα: Πεδίο.
Γράβαρης, Δ. (επιμ.) (1993). Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνική Πολιτική. Αθήνα: Θεμέλιο.
Γράβαρης Δ., Παπαδάκης Ν. (2005). Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα: Σαββάλας.
Giddens, Α. (1984).TheConstitutionofSociety, PolityPress, Cambridge.
Hayek, F. A. (1976). TheRoadtoSerfdom.London, Routledge and Kegan Paul.
Λάμνιας, Κ. (2001). Κοινωνιολογική θεωρία και εκπαίδευση. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Πρέβε, Κ. (1998) Καιροί Αναζήτησης. Αθήνα: Στάχυ.
Wilke, H. (1976). “Funktionen und Konstitutionsbedingungen des normativen Systems der Gruppe”, στο: Kölner Zeitschrift für Soziologie und Sozialpsychologie 18.
[1]Για μία αναλυτική προσέγγιση της υπονόμευσης και κατάργησης των κοινωνικών και εργασιακών θεσμών και δικαιωμάτων πρβλ. Μ. Γκίβαλος (2010).
[2]Για μια αναλυτική παρουσίαση της αντίληψης αυτής πρβλ. F. A. Hayek (1976).
[3] Όπωςεπισημαίνει ο ΖιλΛιποβετσκύ: «Αυτό που ξεδιπλώνεται στις μέρες μας είναι τελείως άλλης φύσης. Όχι πια ένα ουμανιστικό και αφηρημένο οικουμενικό, φορτισμένο μ’ ένα ηθικό και πολιτικό ιδεώδες (τον Διαφωτισμό και τις βλέψεις του για χειραφέτηση του ανθρωπίνου είδους), όχι πια ο προλεταριακός διεθνισμός και η επαναστατική του φιλοδοξία, αλλά ένας συγκεκριμένος και κοινωνικός, περίπλοκος και πολυδιάστατος ουνιβερσαλισμός (universalisme), που διαμορφώνεται από δομικές πραγματικότητες οι οποίες διασταυρώνονται, αλληλεπιδρούν, προσκρούουν η μία στην άλλη. Η αγορά, ο καταναλωτισμός, η τεχνο-επιστήμη, η εξατομίκευση, οι πολιτισμικές και επικοινωνιακές βιομηχανίες συγκροτούν τις βαθιές, οργανωτικές, βασικές αρχές του. Ο συνδυασμός αυτών των πέντε θεμελιωδών και ετερογενών μηχανισμών κατασκευάζει το ιδεατο-τυπικό πρότυπο της κουλτούρας-κόσμου.» Πρβλ. Ζ. Λιποβετσκύ, “Παγκοσμιοποίηση και υπερ-νεωτερικότητα. Κοσμοπολιτισμός και Δυτική κουλτούρα”, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2012.
[4]Για την ανάλυση των αντιλήψεων της μετα-νεωτερικής άποψης υπάρχει μια ιδιαίτερα εκτεταμένη βιβλιογραφία. Σημειώνουμε ενδεικτικά: – Beck, 1997, ελληνική έκδοση Beck, 1998- Bell, 1999, ελληνική έκδοση Bell, 1999- Πρέβε,1998.
[5] Ο βεμπεριανός τύπος επιστημονικής θεμελίωσης απορρίπτει αξιολογήσεις που διεκδικούν αντικειμενικο-ουσιώδη χαρακτήρα και τονίζει τη σημαντικότητα των υποκειμενικών, μη περαιτέρωαναγώγιμων, αξιολογήσεων. Αποσυνδέει προς τούτο τις πράξεις (ατομικές ή συλλογικές) από τους «νόμους» της κοινωνικής εξέλιξης καθώς και τα κριτήρια της επιστημονικής έρευνας από αξιολογήσεις που θεμελιώνονται στη «φύση» της συνολικής κοινωνίας και ¨καθορίζουν» την εξέλιξη της. Πρβλ. Γκίβαλος, 2005.
[6]Ο Δ. Γράβαρης αναλύει τα δύο «αντίπαλα» μακρο – οικονομικά «σχήματα», το κεϋνσιανό και το σύγχρονο μονεταριστικό πρότυπο, σε σχέση με τις αντίστοιχες πολιτικές, αγοράς εργασίας και τις ασκούμενες εκπαιδευτικές πολιτικές επισημαίνοντας ότι: «Και στις δύο χρονικές περιόδους η κοινωνική ορθολογικότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής οροθετείται και υπερ-προσδιορίζεται από την ορθολογικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής». Πρβλ. Δ. Γράβαρης, 2005.
[7] Όπως επισημαίνει ο Δ. Γράβαρης: «ο αναπροσδιορισμός των σκοπών της κοινωνικής πολιτικής συνεπάγεται μεταβολές και στο χαρακτήρα των μέσων που υιοθετούνται κατά την επιδίωξη αυτών των σκοπών. Εάν, επομένως, ο σκοπός της κοινωνικής πολιτικής προσδιορισθεί με βασική αναφορά την ικανοποίηση των προτιμήσεων και των επιθυμιών των μεμονωμένων ατόμων, τότε και τα μέσα της κοινωνικής πολιτικής πρέπει να προσλάβουν τέτοια μορφή ώστε να είναι “ιδιοποιήσιμα” από τα μεμονωμένα άτομα». Πρβλ. Δ. Γράβαρης, 1993, σ. 66.
[8]Η πολλαπλότητα των ρόλων οφείλεται στο γεγονός ότι τα μέλη ενός «συστήματος» αναπτύσσουν διαφορετικούς προσανατολισμούς και δράσεις όχι μόνο εντός του «συστήματος», αλλά και σε σχέση με γειτονικά θεσμικά-υποσυστήματα, οπότε διαμορφώνουν διαφορετικούς εξω-συστημικούς ρόλους. Πρβλ. H. Wilke, 1976.
[9]Για την ανάλυση των μορφών του πολιτιστικού κεφαλαίου κατά P. Bourdieuπρβλ.Κ.Λάμνιας, 2001.
[10]Για τις πολλαπλές ερμηνείες του όρου «Παγκοσμιοποίηση», πρβλ. Hirst P., Thompson Gr., Globalization in Question, Cambridge University Press, Cambridge, 1996, σσ. 1-18. Σύμφωνα με τον PierreBourdieu, η έννοια της παγκοσμιοποίησης ενεργεί ως ένας αποτελεσματικός μύθος κατά των υπολειμμάτων του Κράτους-Πρόνοιας. Την άποψη αυτή ανέπτυξε σε διάλεξή του στην Αθήνα στις 16/10/96 με θέμα «Η κρίση του Κράτους. Ο ρόλος της διανόησης στη διαμόρφωση και διεκδίκηση κοινωνικών πολιτικών». Όπως επισημαίνει ο Κ. Βεργόπουλος: «Η έννοια της παγκοσμιοποίησης ενόσω δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ενόσω δεν υπόκειται σε οιονδήποτε λογικό έλεγχο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να καλύψει κάθε είδους ευτέλεια, έπεται ότι έχει αναχθεί σε ιερό και όσιο δόγμα μιας ορθοφροσύνης του καιρού μας». Πρβλ.: Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση, η Μεγάλη Χίμαιρα, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1999, σ. 38.
[11]Για την ανάλυση των αντιλήψεων της μετανεωτερικής άποψης υπάρχει μια ιδιαίτερα εκτεταμένη βιβλιογραφία. Σημειώνουμε ενδεικτικά: UI. Beck, WasistGlobalisierung? IrrtümerdesGlobalismus – AntwortenaufGlobalisierung, SuhrkampVerlag, Φραγκφούρτη 1997, ελλ.εκδ., Τι είναι Παγκοσμιοποίηση. Λανθασμένεςαντιλήψειςκαιαπαντήσεις, Καστανιώτης, Αθήνα 1998· D. Bell, Theculturalcontradictionsofcapitalism, HarperCollinsPublishers, ελλ.εκδ., Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής δύσης, Νεφέλη, Αθήνα 1999· Κ. Πρέβε, Καιροί αναζήτησης, Στάχυ, Αθήνα 1998.
[12]Πρβλ. H. G. Gadamer, «DieGrundlagendes 20 Jahrhunderts», στο H. Steffen(επίμ.), AspektederModernität, Γοττίγγη 1965.
[13]Μια παρόμοια προβληματική εκκινεί από τα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας. Αναπτύσσεται κατά πρώτον από τον C. Megner στην αντιπαράθεση των μεθοδολογικών προτύπων που έγινε γνωστή ως «διένεξη των σχολών» στη Γερμανία, Θεωρητικοποιείται στη συνέχεια από τον μαρξ Βέμπερ και επαναδιατυπώνεται στα μέσα του 20ού αιώνα από τον θεωρητικό της «αυθόρμητης τάξης» F. Hayek. Για μια ιδιαίτερα αναλυτική προσέγγιση της άποψης αυτής, η οποία «αναμιγνύει» ανορθολογικά μακροθεωρητικά σχήματα με πρότυπα μεθοδολογικού ατομισμού, πρβλ. Κ., Ψυχοπαίδης, «Φορμαλιστική θεμελίωση της οικονομίας», Αξιολογικά 5, 1993 και ακόμα Σ. Ιωαννίδης, «Αντικειμενικότητα των οικονομικών φαινομένων και η μεθοδολογία του Hayek», Αξιολογικά Ι, 1990.
[14] Τον πίνακα αυτό χρησιμοποιεί στην ανάλυσή του ο K. Preve, υιοθετώντας τις διακρίσεις των ζευγών που διαμορφώνει ο DavidHarvey.Πρβλ. Preve K., “Iltempodellaricersa”, VangelistaeditoriSnc., 1993, ελληνικήέκδοση: Καιροίαναζήτησης, εκδ. Στάχυ, Αθήνα, 1998, σσ. 152-153.
[15]P. Bourdieu: “Science, politique et sciences sociales”, Actes de la recherché en sciences sociales, 141-142, σελ. 9-10, 2002.
800×600
Normal
0
false
false
false
EL
X-NONE
X-NONE
/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:10.0pt;
font-family:»Calibri»,»sans-serif»;}
*Η ανακοίνωση αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος “ΘΑΛΗΣ” που έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: ΘΑΛΗΣ- ΕΚΠΑ “Το Θέατρο ως Μορφοπαιδευτικό Αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην Εκπαίδευση και την Κοινωνία”