12/03/2014, Αλεξία Παπακώστα, «Η παιδαγωγική διάσταση της συμμετοχής στο σύγχρονο θέατρο ανηλίκων θεατών»

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

Αν θεωρήσουμε το θέατρο για κοινό ανηλίκων θεατών ως δημιουργικό παιχνίδι αναζήτησης, κατασκευής και ανακατασκευήςνοημάτων και, κατ’ επέκταση συμπεριφορών και αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα θέατρο που αναζητά τρόπους να μετατρέψει το κοινό του σε δρώντα πρόσωπα, τότε το είδος αυτό θεάτρου θα αναλάβει τον παιδαγωγικό ρόλο που του αναλογεί μέσα σε μια κοινωνία δημοκρατική, ζωντανή, εξελισσόμενη.

Η «παιδαγωγική» αυτή διάσταση του θεάτρου αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε μια εποχή που ο τρόπος ζωής των ενηλίκων προξενεί στα παιδιά την αίσθηση της απομόνωσης, της αποκοπής από τα κοινά, τόσο στα πλαίσια της οικογένειας όσο και στον υπόλοιπο κοινωνικό χώρο τους. Από την άλλη πλευρά, σύγχρονες επιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα εύρεσης τρόπων ενίσχυσης της δημιουργικής δύναμης και της κριτικής σκέψης των ανηλίκων. Είναι πλέον δεδομένο ότι η εύκολη πρόσβαση στη γνώση δεν εγγυάται αναγκαία και την απόκτηση συνείδησης υπεύθυνου, ενεργού πολίτη. Έννοιες όπως  η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η αλληλεγγύη δεν αναπτύσσονται χωρίς βιωματικές δράσεις και κυρίως χωρίς την εξάσκηση σε συμμετοχικές διαδικασίες.

Οι σύγχρονοι δημιουργοί καλούνται να επινοήσουν τρόπους ώστε να διαποτίσουν με  νέα δεδομένα τη θεματολογία αλλά και το επικοινωνιακό σχήμα του θεάτρου για κοινό ανηλίκων θεατών, λειτουργώντας ως αντηχεία των υπόγειων τριγμών του σύγχρονου κόσμου και αντιδρώντας με ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών. Η σημερινή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται συχνά από ατομικισμό, από τη βίαιη επιβολή της θέλησης του ισχυρότερου, από τον ακραίο υλισμό. Οι ατομοκεντρικές και αντικοινωνικές αυτές εκφάνσεις εκπροσωπούνται τόσο από την εικονική πραγματικότητα με την οποία έρχονται σε επαφή οι ανήλικοι όσο και από αντίστοιχα προτυπικά κοινωνικά μορφώματα που προβάλλονται δημοσίως. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το θέατρο για κοινό ανηλίκων θεατών καλείται να ανοίξει δρόμους και να εφεύρει τρόπους προώθησης και εμπέδωσης ενός πολιτισμού του διαλόγου, στους αντίποδες ενός πολιτισμού της βίας. Ένα συμμετοχικό θέατρο ποιότητας μπορεί να υλοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τέτοιου είδους επιδιώξεις, ενισχύοντας και προεκτείνοντας την παιδαγωγική του διάσταση.

Αναντίρρητα η έννοια της συμμετοχής και η συγκεκριμένη μορφή στην οποία αυτή παρουσιάζεται εξαρτάται από την κοινωνία στην οποία εκδηλώνεται. Μία κοινωνία “ανοικτή” αντλεί τη νομιμοποίησή της από τη συμμετοχική οργάνωσή της στον ευρύτατο δυνατό βαθμό, ενώ μία “κλειστή” κοινωνία μπορεί να αντιληφθεί τη συμμετοχή μόνο ως τη διαδικασία υποταγής σε επιλογές που έχουν γίνει σε κεντρικό επίπεδο.

Το θέατρο για κοινό ανηλίκων, καλλιτεχνικό γεγονός με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά,  προφανώς δεν είναι ανεξάρτητο από τη μορφή της κοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας εκδηλώνεται. Για να αντιληφθούμε τη σχέση του, όμως, προς την κυρίαρχη κοινωνική δομή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της θεσμοθετημένης μορφής κοινωνικής έκφρασης. Η αμφίδρομη σχέση σκηνής-πλατείας αποτελεί ένα γνώρισμα του θεάτρου με καθοριστική σημασία για τη φυσιογνωμία του, στα πλαίσια μετάβασης της σύγχρονης θεατρικής πράξης από το έργο στη διαδικασία και από την αναπαράσταση στην εμπειρία(Παπακώστα, 2011). Η ιδιαίτερη επικοινωνιακή δομή του θεάτρου το καθιστά δυναμικό παράγοντα κοινωνικού διαλόγου, καθώς μπορεί να γίνει χώρος καλλιέργειας νέων αντιλήψεων, νέων προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης. Η λειτουργία του αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν απευθύνεται σε ανήλικο κοινό.

Αναμφισβήτητα, η συμμετοχή αποτελεί σημαντική παράμετρο στα πλαίσια της ψυχοπαιδαγωγικής θεώρησης του παιδιού και της εξέλιξής του, καθότι συγκαθορίζει τη γνωστική, συναισθηματική, κοινωνική και αισθητική εξέλιξή του. Οι εξουσίες των ενηλίκων, διάσπαρτες  στην καθημερινότητα των παιδιών, πολλές φορές εγκλωβίζουν την πλούσια δυναμική που εμπεριέχεται στο διαπεραστικό βλέμμα τους, στην έντονη περιέργεια και παρατηρητικότητα τους και, κυρίως, στην ροπή τους προς την εξερεύνηση και την επικοινωνία. Τα παιδιά βιώνουν την ανάγκη να εκφραστούν κινησιολογικά, ηχητικά αλλά και λεκτικά απέναντι σε οποιοδήποτε θέαμα. Δίνοντας στους ανήλικους θεατές ευκαιρίες συμμετοχής σε αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, τους προσφέρουμε ένα βήμα προς την αυτονομία και την αυτογνωσία και, κατ’ επέκταση, στην αυτοεκτίμηση (Harter, 1993). Παίρνοντας πρωτοβουλίες σκηνικής δράσης διατηρούν μηχανισμούς «επιβεβαίωσης του εγώ», που  τους επιτρέπουν να αισθάνονται βέβαιοι για τον εαυτό και τις απόψεις τους, να αναγνωρίζουν τις γνώμες των άλλων, να εκφράζουν τα συναισθήματά τους χωρίς επιθετικότητα, να αναπτύσσουν θετικές μεταβιβάσεις και αντιμεταβιβάσεις (Δέγλερης, 1992:107-118). Επιπλέον, ανακαλύπτουν σημαντικά στοιχεία του «γνήσιου εαυτού» τους ενώ αποφεύγεται ο κίνδυνος διαμόρφωσης ενός «αλλοιωμένου» ή ενός «ξένου» εαυτού (Βάρελης, 2010).

Ο μικρός θεατής μέσω της συμμετοχής του στα σκηνικά δρώμενα αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι  τον αποδέχονται ως συνεργάτη και συμπαίκτη στην όλη δημιουργική διαδικασία, αλλά και ότι ο ίδιος διαθέτει αρκετές δυνατότητες ώστε να επεμβαίνει σ’ αυτήν. Επιπλέον, καθοδηγείται στην «ανακάλυψη» του εαυτού του πάντα σε συνάρτηση με τον «άλλο» (Frankl, 1980). Εκφράζει την ατομικότητα του, συλλογίζεται, βλέπει,  ταξινομεί και  αξιολογεί τα πράγματα με το δικό του τρόπο. Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες το καθιστούν άξιο να ξεπεράσει τυχόν «αισθήματα ατέλειας και κατωτερότητας» και κατ’ επέκταση συνεσταλμένης και δειλής παρουσίας (Rattner, 1969). Με δεδομένο ότι κάθε είδος κατανόησης της ατομικότητας υποκρύπτει ένα πλαίσιο αναφορών για την κατανόηση των ομοιοτήτων και των διαφορών ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας, το παιδί μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες προετοιμάζει το κοινωνικό του πρόσωπο (Chapman, 1993:179).Έτσι, παγιώνεται η έννοια της συνυπευθυνότητας και της ομαδικότητας στην αντίληψη του, διευκολύνοντας τη μετάβαση από το εγωκεντρικό στο ομαδοσυνεργατικό μοντέλο εκδήλωσης της προσωπικότητας. Η θέση ισοτιμίας είναι αυτή που τονώνει τη δημιουργική του διάθεση, αποκαλύπτει βιώματα, όνειρα, βαθιές επιθυμίες και τοποθετεί τους ενήλικες και τους θεσμούς τους σε ένα πολλές φορές μη αναμενόμενο πλαίσιο. Ο ανήλικος θεατής αποκτά τη δυνατότητα να αναλάβει θέσεις ευθύνης, να γίνει συγγραφέας, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ηθοποιός, να γίνει ενεργός συντελεστής του σκηνικού συμβάντος. Έτσι «μεταφράζει» τις παραστάσεις και εμπειρίες του σε κώδικες που απευθύνονται στο ευρύτερο περιβάλλον του και δημιουργεί από κοινού με άλλους ένα κοινωνικό γεγονός που διαρρηγνύει την απομόνωσή του. Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται συνάμα και μια άλλη ανάγκη του: η ανάγκη του για θεατές (Beauchamp, 1998:173). Όλα αυτά βέβαια σ’ ένα πνεύμα σχετικής αποδοχής και ασφάλειας καθώς ο αυστηρός κόσμος των ενηλίκων και η κριτική του απουσιάζουν.

 Ο αυθορμητισμός και η διαίσθηση που χαρακτηρίζουν το παιδικό παιχνίδι διευκολύνουν την πρόσβαση του παιδιού στον σκηνικό κόσμο, ιδίως μέσω της συμμετοχής του. Τα παιδιά χαίρονται να μπαίνουν σε φανταστικά πλαίσια, να μαθαίνουν κώδικες και γλώσσες άγνωστες. Έτσι, ενθουσιάζονται όταν έρχονται σε επαφή με τον κόσμο της σκηνικής μίμησης, με τους σύνθετους κώδικες και τις πλούσιες γλώσσες της. Συμβάλλοντας στην οργάνωση της παράστασης και κατανοώντας την ανάγκη της σαφήνειας τόσο στη λεκτική όσο και στη σωματική έκφραση, ο ανήλικος θεατής αποκτά μια μεταγνώση που θα του είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην πορεία της εξέλιξης της νοητικής και συναισθηματικής του ανάπτυξης.

Με την ανατροφοδοτική και διαδραστική δυναμική που αναπτύσσεται στα πλαίσια της συμμετοχικής οργάνωσης της θεατρικής πράξης, το θέατρο της συμμετοχής κατορθώνει να συγκεράσει με τον καλύτερο τρόπο το καλλιτεχνικό με το παιδαγωγικό, το αυθόρμητο με το καθοδηγούμενο. Γίνεται ένα παιχνίδι στο οποίο οι συμμετέχοντες αναλαμβάνουν να υποστασιοποιήσουν το ρόλο φανταστικών χαρακτήρων, σχέσεων και καταστάσεων. Μέσα από αυτή την παιγνιώδη κοινωνικοποίηση οι ανήλικοι αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες και γίνονται συμμέτοχοι σε μια εποικοδομητική εμπέδωση της έννοιας της συλλογικής ευθύνης. Αναπτύσσουν ως νέα μέλη της κοινωνίας αυτό που ονόμασε ο J. Bruner  ικανότητα  «αποτελεσματικής παρέμβασης» (effectiveintervention) (Bruner, 1983). Ασκούνται στη δημιουργική, κριτική και διαλεκτική αντίληψη των πραγμάτων. Ενεργοποιούν τη διαίσθηση και την ευρηματικότητα, εξασκούν την πρωτοτυπία και την ευελιξία, επινοούν συμπεριφορές και φαντάζονται καταστάσεις. Ευρισκόμενοι σε μια «ζώνη επικείμενης ανάπτυξης» (zoneofproximaldevelopmed) προσαρμόζουν τις νέες εμπειρίες και γνώσεις σε προϋπάρχουσες δομές(Vygotsky,1997). Με την εναλλαγή των ρόλων και την ψευδαισθητική αναπαράσταση της πραγματικότητας, καλλιεργούν τη φαντασία και αναπτύσσουν το αισθητικό και καλλιτεχνικό τους κριτήριο, ενώ κατεξοχήν ενεργοποιούνται η κριτική και η δημιουργική τους σκέψη. Προκαλείται επίσης η αυθόρμητη σωματική έκφραση που συμβάλλει στον εμπλουτισμό των τρόπων μη λεκτικής επικοινωνίας αλλά και στην βαθμιαία αντίληψη της «σωματικής εικόνας» τους(Μάνος, 1997). Ειδικότερα, η συμμετοχή των ανηλίκων σε ένα διαδραστικό θέαμα καλύπτει και ένα κενό στις αντιληπτικές δεξιότητες που αναπτύσσουν τα παιδιά σήμερα. Εμφανίζουν ένα έλλειμμα όσον αφορά στις «εμπειρίες που ξυπνούν την πολυαισθητηριακή γνώση και προάγουν την ευαισθησία στο εκφραστικό νόημα και τη σύμφραση»(Chapman, 1993:171). Με τη μετατόπιση των παιδιών από τη μια αίσθηση στην άλλη και με την απαίτηση της ανταπόκρισής τους,  προωθούνται οι πολυαισθητηριακοί συνειρμοί και εντείνεται η αισθητική τους αντίληψη. Διδάσκονται «μια παράλληλη γλώσσα αξιοποιώντας τα άδηλα στοιχεία ενέργειας που διαθέτει το σώμα τους»(Μουδατσάκις, 1994:43). Τους δίνεται η ευκαιρία να συσχετίσουν την όραση με την ακοή, την ακοή με την αφή και την αφή με την κιναισθητική απόκριση. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσονται, συνδέονται ή εξισορροπούνται οι εξειδικευμένοι τύποι νοημοσύνης (Gardner, 1999).

Το σύγχρονο παιδί αναπτύσσεται  μέσα σε ένα περιβάλλον που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από την ηγεμονία της λογικής· η υποκειμενικότητα και ο προσωπικός συναισθηματικός κόσμος, ως εκ τούτου, παρουσιάζεται ως ένα στοιχείο χαμηλού κύρους. Τα πρότυπα συμμετοχικής δράσης των παιδιών,  υποστηρίζουν την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης(Coleman,1997).Το παιδί, μέσω της συμμετοχής του στα θεατρικά δρώμενα, αποκτά την ικανότητα να αναγνωρίζει  τα δικά του συναισθήματα, να τα κατανοεί και να τα ελέγχει. Αναπτύσσει επίσης την ικανότητα να αναγνωρίζει και να κατανοεί τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω του και να μπορεί να χειρίζεται αποτελεσματικά τόσο τα δικά του συναισθήματα όσο και τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Μέσα από αυτής της μορφής εμπειρίες, εμπεδώνει στρατηγικές που το οδηγούν στην ενσυναίσθηση (empathy), ένα γνώρισμα που εμφανίζεται εξασθενισμένο στην ατομοκεντρική σύγχρονη οργάνωση της ζωής των ενηλίκων αλλά κρίνεται  απολύτως απαραίτητο για την ανάπτυξη μιας συμπεριφοράς που διακρίνεται από δημοκρατικότητα, αλληλεγγύη και ανεκτικότητα προς το διαφορετικό. Από την άλλη πλευρά, με δεδομένο ότι η συναισθηματική κατανόηση ειδικότερα στις μικρές ηλικίες είναι ένας ισχυρός τρόπος απόκρισης των παιδιών σε προκλήσεις που συναντούν στη ζωή τους, πολλές φορές η ενσυναίσθηση είναι τόσο έντονη ώστε τα παιδιά χάνουν την αίσθηση της ταυτότητάς τους και γίνονται ένα με αυτό που βλέπουν, αισθάνονται ή αυτό για το οποίο μιλούν. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και σε αντίθεση με τον ενήλικο θεατή, ο ανήλικος αποδέκτης του σκηνικού μηνύματος επικοινωνεί  “αθώα”  με το θεατρικό γεγονός, αγνοεί τη δέσμευση της θεατρικής σύμβασης και παρασύρεται σε μια ταύτιση της θεατρικής ψευδαίσθησης με την πραγματικότητα (Γραμματάς, 2010: 73).

 Η συμμετοχή σε ένα θεατρικό συμβάν πλαισιώνει την ενσυναίσθηση με την ψυχολογική απόσταση. Η απόσταση αυτή δρα ως ελεγκτικός μηχανισμός ο οποίος μπορεί να προφυλάξει το παιδί από τον ακραίο υποκειμενισμό. Η ενσυναίσθηση χωρίς κριτική απόσταση δεν θα επέτρεπε την ανάπτυξη του κριτικού ελέγχου των αντικειμενικών δεδομένων. Ο συνδυασμός ενσυναίσθησης και συμμετοχής επιτρέπει τόσο την προσέγγιση του εξωτερικού κόσμου από τη μία όσο και την πρακτική αντιμετώπισή του από την άλλη. Οι δύο αυτές πτυχές που διακρίνουμε στην επαφή του παιδιού με το περιβάλλον αντιστοιχούν στη φροϋδική έννοια της Realitätsprufung, δηλ. του ελέγχου, της εξέτασης, της δοκιμασίας της πραγματικότητας[1].Επιπλέον η συμμετοχική διαδικασία επιτρέπει να εξασκηθούν συνδυαστικά η ομιλία και η σκέψη, δύο θεμελιώδεις παράγοντες για την καλλιέργεια των ερμηνευτικών δεξιοτήτων των παιδιών (Chapman, 1993).Έτσι, οι ανήλικοι, καθοδηγούνται  όχι μόνο να αρθρώνουν τις εντυπώσεις τους αλλά και να ανακαλύπτουν τη σημασία αυτών των εντυπώσεων. Ταυτόχρονα αναπτύσσουν το λεξιλόγιο τους και ανοίγουν τους ορίζοντες της γλωσσικής τους ανάπτυξης, εφόσον «η λεκτική επικοινωνία αποκτά δυναμισμό και γνησιότητα, ο λόγος είναι αυθεντικός, δημιουργικός και διερευνητικός, λόγος που εκφράζει την προσωπική αλήθεια των συναισθημάτων και των απόψεων, λόγος διαλεκτικής αντιπαράθεσης και ανατροφοδότησης» (Παπαδόπουλος, 2010:57).

Η συμμετοχή, όμως, δεν είναι μία έννοια ή μία δυνατότητα που παρουσιάζεται στο σκηνικό γεγονός με μία συγκεκριμένη και παγιωμένη μορφή. Αν στρέψει κανείς την προσοχή του στα σκηνικά εγχειρήματα που απευθύνονται σε κοινό ανηλίκων θεατών και αυτοπροσδιορίζονται ως συμμετοχικά, θα διαπιστώσει πως αυτά χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ανομοιογένεια ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος απαιτεί συνεπώς την ανάπτυξη εργαλείων ανάλυσης τα οποία θα επιτρέψουν την σαφέστερη κατανόηση παραγόντων καθοριστικών για τη συμμετοχική οργάνωση θεατρικών παραστάσεων για ανήλικο κοινό. Τρεις είναι οι  βασικοί δυναμικοί παράγοντες που καθορίζουν την παρουσία και τη λειτουργία της συμμετοχικής διαδικασίας: Οι προοργανωτές, oι επί σκηνής υπεύθυνοι και oι ενεργοί ανήλικοι θεατές.

 Το πλαίσιο της συμμετοχής αποφασίζεται από τα πρόσωπα τα οποία θα αποκαλέσουμε προοργανωτές της παράστασης. Αποτελούν την ομάδα καλλιτεχνών και επαγγελματιών που προετοιμάζει το σκηνικό γεγονός. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός, ο σκηνογράφος, ο υπεύθυνος για τη μουσική, ο υπεύθυνος για τον φωτισμό, ο χορογράφος και όσοι ακόμη εμπλέκονται στη λήψη των αποφάσεων και στη διεκπεραίωση εργασιών στα πλαίσια της προετοιμασίας του σκηνικού εγχειρήματος. Αυτοί ορίζουν-αυτόνομα ή και συνδυαστικά- τον τρόπο με τον οποίο το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στην παράσταση: ως σχολιαστής, ως σχολιαστής με δικαίωμα συνδιαμόρφωσης της εξέλιξης, ως σχολιαστής που αναλαμβάνει να ορίσει την εξέλιξη της πλοκής, ως ενεργό πρόσωπο που μπορεί σωματικώς να παραστεί στο σκηνικό γεγονός, ως ενεργό πρόσωπο που μπορεί σωματικώς να αναλάβει την οργάνωση, υλοποίηση και συνέχιση του σκηνικού θεάματος κ.ά. Για όλες αυτές τις μορφές συμμετοχής του ανήλικου στο σκηνικό γεγονός η μέριμνα έχει ληφθεί από τους προοργανωτές.

  Αυτοί που υλοποιούν τις παραπάνω επιλογές είναι οι επί σκηνής υπεύθυνοι της παράστασης. Αποφεύγουμε τον όρο “ηθοποιοί” καθώς εδώ παρουσιάζεται μία πληθώρα δυνατοτήτων  ως προς την ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους των προσώπων που παρουσιάζουν στο κοινό το θεατρικό γεγονός. Ο ρόλος των προσώπων αυτών εξαρτάται από τον βαθμό που οι επί σκηνής υπεύθυνοι παραχωρούν μέρος της ευθύνης για την οργάνωση  της παράστασης στο ανήλικο κοινό. Οι δυνατότητες είναι πολλές. Η εμπλοκή των επί σκηνής υπευθύνων μπορεί να αναλώνεται στην ενημέρωση του κοινού για το πλαίσιο ανάπτυξης του σκηνικού δρώμενου. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη για τη συνέχεια της παράστασης είναι δυνατόν να μεταβιβαστεί στο κοινό. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις οι επί σκηνής υπεύθυνοι ίσως περιοριστούν σε ρόλο συντονιστή δηλαδή στην επιτήρηση τήρησης κάποιων από τους προοργανωτές δεδομένων ή adhoc– σε συνεργασία με το κοινό- συμπεφωνημένων κανόνων. Κάποιες φορές ενδέχεται να συμβάλλουν ως παρακινητές παρέχοντας κυρίως το δραματουργικό ή υποκριτικό έναυσμα της παράστασης με βάση κάποιο μύθευμα ή μία αυτοσχεδιαστική αρχή. Στην περίπτωση αυτή παρέχουν τη δραματική ή μεθοδική αφετηρία της παράστασης, επιτρέποντας στο κοινό να αναλάβει τη συνέχιση.  Άλλη λύση με μικρότερο βαθμό συμμετοχής του ανήλικου κοινού είναι η κυριαρχία των επί σκηνής υπεύθυνων ως ηθοποιών, οι οποίοι «επιτρέπουν» στους θεατές να πάρουν –είτε ως υποκριτές είτε ως σχολιαστές – μέρος στο σκηνικό θέαμα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς οι προοργανωτές επιλέγουν από μια ανεξάντλητη δεξαμενή  τους τρόπους ανάπτυξης της συμμετοχικής διαδικασίας και οι επί σκηνής υπεύθυνοι τους εφαρμόζουν.

  Τέλος, το ανήλικο κοινό επιτελεί έναν ρόλο που χαρακτηρίζεται επίσης από μία πληθώρα επιλογών. Κατ’ αρχάς, το παιδί δεν χρειάζεται να εμπλακεί με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν για να συμμετέχει σε μια θεατρική παράσταση. Η συμμετοχή του μπορεί πολύ απλά να περιορίζεται στη σκέψη και στα συναισθήματα. Εκείνο που διαπιστώνουμε, βεβαίως, είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση η παθητική συμμετοχή του είναι πολύ εντονότερη από εκείνη του ενηλίκου θεατή. Ακριβώς επειδήοι επιθυμίες και οι προσδοκίες του  είναι ακόμη αδιαμόρφωτες από «αισθητικά» και αισθητικοποιημένα κριτήρια και από «εγκεφαλικές» και διανοητικοποιημένες εκλογικεύσεις οι αντιδράσεις του είναι πιο γνήσιες και καθαρές. Έχει μια άμεση επαφή, μια ακατέργαστη και «αγενή» σχέση με την παράσταση(Παπακώστα, 2008:44).Αντιδρά με ποικίλους τρόπους: γέλιο, βωβή συγκίνηση, παραγωγή θορύβων, ρυθμικές χειρονομίες, κινήσεις του σώματος, σχόλια αποδοκιμασίας ή θαυμασμού, επιφωνήματα, οδηγίες και προειδοποιήσεις προς τους ηθοποιούς. Ορισμένες φορές όμως, η συμμετοχή δεν εκφράζεται έκδηλα μέσω της συμπεριφοράς των παιδιών, ενώ δείχνουν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα. Αυτό ενδέχεται να δηλώνει ότι παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τη δραματική διαμάχη, ότι την εσωτερικεύουν και τη βιώνουν έντονα. Αντιλαμβανόμαστε ότι στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή ο μικρός θεατής συμμετέχει νοερά και συναισθηματικά στη σκηνική δράση χωρίς να εμπλέκεται σωματικά, η αυτοαπομόνωση του σκηνικού χώρου δεν αίρεται και ότι η συμμετοχή του  δεν αναιρεί την απόσταση ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό.

Η επιτυχία του εγχειρήματος της δημιουργικής εμπλοκής των μικρών θεατών στο θεατρικό γεγονός εξαρτάται όχι μόνο από την ικανοποίηση που αποκομίζουν οι συντελεστές από την κοινή δράση τους, αλλά και από την ποιότητα της επικοινωνίας τους και την αυθεντικότητα της κοινής δημιουργίας τους. Το ζητούμενο για τη γόνιμη συνάντηση του θεάτρου για ανήλικους θεατές με τη συμμετοχικότητα είναι η άρση της απόστασης ανάμεσα στη σκηνή και τον νεαρό θεατή, καθότι επιδιώκεται, μέσω της εμπλοκής του  στη διαμόρφωση και συγκρότηση του σκηνικού θεάματος, να γίνει ένα ακόμη βήμα προς τη χειραφέτησή του. Για να επιτευχθεί αυτό, ο θεατής πρέπει βεβαίως να προσδοκά ικανοποίηση από την συνάντησή του με τη θεατρική πραγματικότητα, να ανακαλύψει πως μέσα από τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει το θέατρο μπορεί να δοκιμάσει λύσεις για την πραγματική ζωή. Αυτές ίσως του επιτρέψουν να ανατρέψει τα κακώς κείμενα και να συνθέσει δικές του εκδοχές της πραγματικότητας.

Η πολιτισμική εμπλοκή του ανήλικου στην κοινωνική πραγματικότητα μέσω του θεατρικού συμβάντος απαιτεί τη συνύπαρξη των στοιχείων του κοινωνικού και του ατομικού: ο νεαρός θεατής αποκτά εικόνα του κόσμου και έρχεται ταυτοχρόνως, σε κριτική αντιπαράθεση μαζί του. Κομβικό σημείο σε αυτή τη σύνδεση του κοινού με το προσωπικό είναι η εναλλασσόμενη μετάβαση από τη θέση του θεατή σε εκείνη του δρώντος προσώπου επί σκηνής. Η προϋπόθεση για αυτό κρύβεται στις δυνατότητες που προσφέρει το παιχνίδι της φαντασίας. «Οι δύο διαδικασίες, η πρόσληψη του θεάτρου και η θεατρική παραγωγή, αποκτούν σημασία όταν παρασύρονται από τη δίνη του γεγονότος και την αντίθετη προς αυτό κίνηση, δηλαδή τη συνειδητή αποστασιοποίηση από αυτή τη στιγμή που τα αφομοιώνει όλα. Αν αυτές οι δύο δυνάμεις δράσουν περίπου ταυτόχρονα, τότε έγινε το ουσιώδες βήμα, τότε το θέατρο μπορεί να είναι παραγωγικό τμήμα της αισθητικής-πολιτιστικής διάστασης της αγωγής» (Sack, 2009:129).

Συνοψίζοντας, ο τρόπος εμπλοκής των παιδιών στο σκηνικό γεγονός καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το ανήλικο κοινό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η σύγχρονη προσέγγιση του θεάτρου που απευθύνεται σε ανήλικους θεατές, δεν αποδέχεται πια αυτό το κοινό ως  απλό αποδέκτη του αλλά και ως ενεργό παράγοντά του. Το είδος αυτό θεάτρου πλέον, λαμβάνοντας υπόψη του το παιδί ως θεατή στην ψυχολογική και κοινωνιολογική διάστασή του, αποδεσμεύεται από τον κατηχητικό ρόλο του ιδεολογικού ταγού που πειθαναγκάζει τα παιδιά στην αποδοχή των κυρίαρχων ιδεολογημάτων των ενηλίκων. Αντίθετα, προάγει την χειραφέτηση των παιδιών και την ενασχόλησή τους με τα πιεστικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Διακρίνουμε μία στροφή από το περιεχόμενο προς τη μέθοδο, από την αφήγηση προς τη συμμετοχή, από το κείμενο προς τη γλώσσα, από το «τι» προς το «πώς».

Το φαινόμενο της συμμετοχής στον ελληνικό χώρο γίνεται συχνά μόδα σε τέτοιο βαθμό ώστε η λέξη  να θεωρείται απαραίτητο «αξεσουάρ» για θεάματα που διεκδικούν εμπορική αξία, εκφυλίζοντας συχνά την αξία του πειράματος και την αυθεντικότητα των προθέσεων των δημιουργών. Η συμμετοχή του θεατή δυστυχώς κάποιες φορές αντιμετωπίζεται ως ένα επιβεβλημένο έθιμο που πρέπει να πραγματοποιηθεί για λόγους μοντερνισμού και εκσυγχρονισμού ή καλοπιάσματος του θεατή. Κάποιες άλλες φορές απλώς ανταποκρίνεται στην ανάγκη εύρεσης νέων, θελκτικών και πρωτότυπων προϊόντων που επιβάλλει το εμπόριο της ψυχαγωγίας. Άλλοτε στοχεύει στην ουσιαστική ενεργοποίησή του και άλλοτε σε μια μηχανιστικού τύπου αντίδρασή του. Άλλοτε πραγματοποιεί ευφάνταστη και απροσδόκητη επαφή και άλλοτε «επιδερμική», πλασματική επικοινωνία(Παπακώστα, 2010:373).

  Αναζητώντας επιλογές και ψάχνοντας στρατηγικές που θα το αναδείξουν ως τόπο πειραματισμού και έρευνας αλλά και διερεύνησης  του φαινομένου της ζωής, ως σταυροδρόμι καλλιτεχνικών γλωσσών αλλά και ανθρώπινων ιστοριών, το σύγχρονο ελληνικό θέατρο για κοινό ανηλίκων θεατών αίρει όλο και περισσότερο την απόσταση από το κοινό του. Παρουσιάζεται έτοιμο να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε διακύβευμα και τίμημα, μετατοπίζοντας προς το μέρος του αποδέκτη του ακόμα και την ευθύνη της ίδιας του της δημιουργίας και παρουσίασης. Είναι έτοιμο  να συμβάλλει με δυναμικό και παραγωγικό τρόπο στη διαδικασία εξάπλωσης της συμμετοχικής νοοτροπίας σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε μετάβαση και αναζητεί καλύτερες λύσεις για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων της.

Μέσα από την εμπέδωση της συμμετοχικότητας ως τρόπου ζωής από τη μικρή ηλικία ίσως μπορεί και η επιλογή της βίας να καταστεί όχι μια  εναλλακτική μορφή εκδήλωσης της γνώμης αλλά ένα παράδοξο της κοινωνικής ζωής, μία παρεκτροπή, μία ασθένεια.

 

Βιβλιογραφία

 

Βάρελης, Θ. (2010). Ψυχολογία του εαυτού και η συμβολή του σχολείου στην ενίσχυση της αυτογνωσίας και της αυτοεκτίμησης του παιδιού. Παρουσία, 19, 35-50.

Beauchamp, H. (1998). Τα Παιδιά και το Δραματικό παιχνίδι (μτφρ.Ε.Γιανίτσκα). Αθήνα: Τυπωθήτω.

Bruner, J. (1983). Childstalk: Learningtouselanguage. NewYork: W.W. Norton.

Γραμματάς, Θ. (2010). Ειδοποιά χαρακτηριστικά. Στο: Θ. Γραμματάς (επιμ). Στη χώρα του Τοτώρα (σελ.31-75). Αθήνα: Πατάκης.

Chapman, L. (1993). Διδακτική της τέχνης: προσεγγίσεις στην καλλιτεχνική αγωγή (μτφρ.Α.Λαπούρτας, Γ.Χαραλαμπίδης, Ε.Κυπραίου,Α.Βαρδάλου). Αθήνα: Νεφέλη.

Δέγλερης, Ν. (1992). Ομάδες αυτοεπιβεβαίωσης σε ψυχιατρικό περιβάλλον: κλινικο-εργαστηριακή μελέτη. Στο: Α. Καλαντζή – Αζίζι, Ν. Δέγλερης (επιμ.). Θέματα ψυχοθεραπείας της συμπεριφοράς. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Frankl, V.(1980). O Θεός του ασυνείδητου (μτφρ.Π.&Ε.Περσιάνη).Λευκωσία:Tαμασός.

Gardner, H. (1999). Intelligence reframed: Multiple intelligences for the 21st century. New York: Basic Books

Goleman, D. (1997). Emotionale Intelligenz. München: Hanser.

Harter, S. (1993). Causes and consequences of low self-esteem in children and adolescents. In R.F. Baumeister (Ed.). Self-esteem: The puzzle of low self-regard (pp. 87–116). NewYork: Plenum.

Laplance, J.  & Pontails J. B. (1986). ΛεξιλόγιοΨυχανάλυσης(μτφρ. Β.Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα & Π. Αλούπης). Αθήνα: Κέδρος.

Μάνος, Ν.(1997).Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University studio Press.

Μουδατσάκις, Τ.(1994). Η θεωρία του δράματος στη σχολική πράξη, Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Παπαδόπουλος, Σ. (2010). Παιδαγωγική του θεάτρου. Αθήνα: Σ.Π. Παπαδόπουλος.

Παπακώστα, A. (2010). Κώδικες και συστήματα σκηνικής πρακτικής στο θέατρο για ανήλικους θεατές. Στο: Θ. Γραμματάς (επιμ). Στη χώρα του Τοτώρα (σελ. 361-410). Αθήνα: Πατάκη.

Παπακώστα, A. (2011). Το θέατρο των καταπιεσμένων του AugustoBoal: Τόπος αλλαγών κι ανταλλαγών στη ζωή και στην τέχνη. (http://theodoregrammatas.com/category/ συνεργασίες/page/2/). [Aνάκτηση:20.11.2013].

Παπακώστα, A. (2008).Θέατρο για παιδιά: Σύγχρονες προσεγγίσεις-επιλογές και αξιολογήσεις. Δελτίο, 40, 43-46.

Rattner, J. (1969). Psychosomatische Medizin heute. Seelische Ursachen körperlicher Erkran-kungen. Zürich: Claassen.

Sack, M. (2009). Tut träumen weh?. In: Schneider, W. (ed.), Theater und Schule: ein Hand- buch zur Kulturellen Bildung(p.p. 135-141). Bielefeld: Trancript.

Vygotsky, L. S. (1997). Educational Psychology. Boca Raton: St. Lucie Press.

 


[1] Η ψυχολογική αυτή διαδικασία του συμμετοχικού θεάτρου, αποτελεί μια μορφή «δοκιμασίας της πραγματικότητας» (Realitäsprüfung), μια έννοια που εισάγει ο Φρόυντ , η οποία επιτρέπει στο υποκείμενο να διακρίνει τα ερεθίσματα που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο, από τα εσωτερικά ερεθίσματα, και να προλαμβάνει την πιθανή σύγχυση μεταξύ αυτού που το υποκείμενο αντιλαμβάνεται και αυτού που απλώς αναπαρίσταται, σύγχυση που αποτελεί την αρχή της ψευδαίσθησης (Laplance & Pontails, 1986:138).

20/11/2013, «International Conference, «ARTFUL PEDAGOGY: THE EDUCATIONAL ROLE OF THE THEATRE» 22-24 November 2013 Athens Music Conservatory»

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:10.0pt;
font-family:»Calibri»,»sans-serif»;}

Press Release

The Art and Speech Laboratory of the Faculty of Primary Education of the National Kapodistrian University of Athens is organizing a three-day scholarly conference to take place in Athens between 22nd and 24th November 2013 at the Athens Music Conservatory. The conference is being held within the framework of the University’s programme “THALES” entitled “The Theatre as educational good and artistic expression in education and society”,  co-financed by the European Union (European Social Fund – ESF) and Greek national funds through the Operational Programme “Education and Lifelong Learning” of the National Strategic Reference Framework (NSRF). 

Greek and foreign scholars will be presenting papers concerned with various topics related to the subject of using art for teaching purposes in education, pedagogy and teaching practice of theatre, the theatre as resultant of all arts and generally the communicative role of the theatre as pedagogic means. Moreover, application workshops will be carried out, offering participants opportunities for familiarisation with the various forms of the theatre in Education, such as dramatisation, theatrical games and so on, as well as the theatre as teaching methodology.

The conference will be held under the scientific supervision and collaboration of the Primary Education Department of the Democritus University of Thrace, the Faculty of Education of the University of Crete, the Faculty of Primary Education of the National Kapodistrian University of Athens and the MA programme in Theatre Studies of the University of Cyprus.  Participants will receive certificates of attendance.

15/11/2013, «Διεθνές Συνέδριο, «Πάμμουσος Παιδαγωγία. Η παιδαγωγική του Θεάτρου», 22-24/11/2013 Ωδείον Αθηνών»

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:10.0pt;
font-family:»Calibri»,»sans-serif»;}

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:10.0pt;
font-family:»Calibri»,»sans-serif»;}

Δελτίο Τύπου

To Εργαστήριο Τέχνης και Λόγου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο του Προγράμματος ΘΑΛΗΣ  του ΕΚΠΑ με τίτλο «Το Θέατρο ως μορφοπαιδευτικό αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην Εκπαίδευση και την Κοινωνία» το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – Ε.Κ.Τ.) και Εθνικούς πόρους, διοργανώνει τριήμερο επιστημονικό συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις 22, 23 και 24 Νοεμβρίου 2013 στο Ωδείον Αθηνών.

Στο Συνέδριο θα συμμετάσχουν με εισήγηση έλληνες και ξένοι επιστήμονες που θα παρουσιάσουν ποικίλα θέματα σχετικά με την  αξιοποίηση των Τεχνών για διδακτικούς λόγους στην εκπαίδευση, για την παιδαγωγική και τη διδακτική εφαρμογή του θεάτρου, για το θέατρο ως συνισταμένη των τεχνών και, γενικότερα, τον επικοινωνιακό ρόλο του θεάτρου ως παιδαγωγικού μέσου. Παράλληλα, θα πραγματοποιηθούν εργαστήρια εφαρμογής, στα οποία οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να εξοικειωθούν με τις ποικίλες μορφές του Θεάτρου στην Εκπαίδευση (διερευνητική δραματοποίηση, θεατρικό παιχνίδι κ.ά.) καθώς και με τη μορφή του θεάτρου ως διδακτικής μεθοδολογίας.

Το Συνέδριο διεξάγεται με την επιστημονική εποπτεία και συνεργασία των Τμημάτων και άλλων ΑΕΙ που συμμετέχουν στο έργο, όπως το Π.Τ.Δ.Ε. του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, το Π.Τ.Δ.Ε. της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης , το Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Μεταπτυχιακό  Πρόγραμμα  Σπουδών ‘’Θεατρικές Σπουδές’’ του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Στους συμμετέχοντες θα δοθούν βεβαιώσεις παρακολούθησης.